United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


εκείνον τότε απάντησεν ο άνδρας ο βουκόλος· 235 «Α! ξένε, να τελείονεν ό,τ' είπες ο Κρονίδης! θα 'βλεπες πώς μ' ακολουθούν τα χέρια μου τ' ανδρεία». Και ομοίωςόλους τους θεούς ο Εύμαιος ευχήθη να φθάση ο πολύνοοςτο δώμα του Οδυσσέας.

Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύη τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γιλέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμίν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί. — Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Άφησέ με, δεν έχω τίποτε. — Είσαι ψεύτης! Ο Αγγελής ύψωσεν απειλητικήν χείρα.

Β’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Τι τον υποπτευόμεθα αφού σωστά τα λέγει, ποιοι είμεθα, τι έχομεν να κάμωμεν, τα πάντα καθώς μας τα παρήγγειλαν; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Μείνε λοιπόν μαζί μας. — Το φως ακόμη πού και πού την δύσιν χαρακόνει. Τώρατον δρόμο τ' άλογο κεντά ο ταξειδιώτης να φθάση γρήγορα εκεί όπου θα ξενυκτίση. Όπου κι' αν ήναι θα φανή κι' αυτός που καρτερούμεν. Γ’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ακούω ποδοβολητόν. ΒΑΓΚΟΣ έσωθεν.

Τόσον το καλλίτερον, είπεν ο Σκούντας στενάζων. Παραδόξως δ' εσκυθρώπασε, και δεν επέμεινε περιπλέον εις το θέμα τούτο του λόγου. — Ας έλθωμεν εις το προκείμενον, είπεν. — Ας έλθωμεν. — Έως πότε λέγεις να φθάση εδώ; — Ποίος; — Ο Καρδινάλιος, αυτός, πώς τον λέγουν. — Δυστυχώς αυτός ο Δερμίνιος, ο υποκριτής, ελησμόνησε να βάλη την χρονολογίαν εις την επιστολήν. — Όστε δεν ειξεύρεις;

Οι λαοί ανεγνώρισαν το ιστίον του επιστρέφοντος πλοίου, και πολύ πριν φθάση εις την όχθην, τα πλήθη συνηθροισμένα τον επερίμεναν και τον υπεδέχθησαν ευφροσύνως. Πρώτον ο Ιησούς επεσκέφθη την Καπερναούμ, ήτις εθεωρείτο νυν ως ιδία Αυτού πόλις. Μετέβη εις την οικίαν, πιθανώς την του Πέτρου, την οποίαν συνήθως μετεχειρίζετο οσάκις διέτριβεν εις Καπερναούμ.

Αλλά τόρα, καλέ μου φίλε, όταν εμβάλλη τον εαυτόν του εις πονηρίαν του σώματος και ισχνότητα και ασχημίαν και αδυναμίαν; Άραγε θα απορούμεν αν ίσως κανείς φθάση εις αυτήν την κατάστασιν εκουσίως; Πώς όχι;

Πριν φθάση εις το Κάστρον, είχε ξεμβαρκάρη κατ' ανατολάς εις την αντικρυνήν νήσον, κ' εκεί είχεν ιδεί την ωραίαν, λεπτοφυή, ωχράν, λευκήν και σχεδόν μεταξωτήν, εις συγγενικήν οικίαν, διότι είχε πρωτεξαδέλφους εξ αγχιστείας, καθότι εγίνοντο τότε συχναί αγχιστείαι μεταξύ των εγκρίτων οικογενειών των δύο νήσων. Και ο Αγάλλος είχεν ερωτευθή την γαλαζοαίματην, την κιτρίνην και σχεδόν διαφανή κόρην.

Ποτέ του να μη φθάση μέσ' στην πόλι, και μ' όλα του τα νηάτα να πεθάνη! γιατί στην πόλι αν έμβη ένας ξένος μεγάλη στενοχώρια θα μας κάνη. Καλήτερα ο Ερεχθεύς να μείνη, που πρώτος βασιληάς μας είχε γίνη. * Το χωρίον τούτο είνε ελλιπές.

Ενεθυμήθη τους λόγους του Λικινίου «Η πόλις είναι ωκεανός φλογών», και προς στιγμήν ησθάνθη ότι η παραφροσύνη τον ηπείλει, διότι απώλεσε πάσαν ελπίδα να σώση την Λίγειαν, και μάλιστα να φθάση εις τας πύλας πριν η Ρώμη μεταβληθή εις τέφραν. Αι σκέψεις του ίπταντο έμπροσθέν του, ως νέφος μαύρων κακοποιών ορνέων.

Ο Μανώλης δεν έβλεπε τίποτε το παράχορδον εις αυτήν την μεταβολήν της χήρας. Του εφαίνετο αποτέλεσμα της επιμόνου αντιστάσεως της θυγατρός της. Αι δε συμβουλαί της ήσαν ικανώς αόριστοι, ώστε να του διαφεύγη η πραγματική των σημασία. Άλλως τε είχεν ήδη λάβη την απόφασίν του και το εθεώρει ζήτημα φιλοτιμίας να φθάση εις έν αποτέλεσμα. Με το καλό ή με το κακό η Μαργή θα εγίνετο δική του.