United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύη τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γιλέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμίν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί. — Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Άφησέ με, δεν έχω τίποτε. — Είσαι ψεύτης! Ο Αγγελής ύψωσεν απειλητικήν χείρα.

Βέβαιοι όντες ότι ήρκει εν νεύμα του Πάπα, ίνα φυγαδεύση τα πτερωτά εκείνα θηρία, ηρώτων αλλήλους μετ' απελπισίας διατί ο αντιπρόσωπος του Χριστού άφινε τας παντοδυνάμους χείρας του εις τα θυλάκια της εσθήτος του και τους υπηκόους του εις την διάκρισιν ακρίδων.

Βαδίζει ευθυτενής, αξιοπρεπής, με το στερεότυπον μειδίαμα επί των ωχρών του χειλέων, με τας χείρας εις τα θυλάκια της οικτράς του περισκελίδος, με κενόν, πιθανώς τον στόμαχον, αλλά με γεμάτην βεβαίως την κεφαλήν από σχέδια. ΟΛΙΓΟΝ αργάδιότι είχεν υπερβή τα σαράνταεσκέφθη να υποδουλωθή.

Έψαξε της τσέπαις των δύο παιδιών, και συγχρόνως τα έσυρε προς την θύραν του ισογείου της κατηρειπωμένης οικίας οπόθεν είχεν εξέλθει, ως φαίνεται, το παράδοξον ον. Εκεί έβαλε τον Νάσον υπό κράτησιν όπισθεν της θύρας, ισχύρωσε το άνοιγμα με το ίδιον σώμα του και έψαξεν εν ανέσει τον Άγγελήν. Εύρε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάραις και δεκάραις εις τα θυλάκιά του.

Ότε λοιπόν είδεν εαυτόν μόνον εν τω καπηλείω, εγέμισε δύο φιάλας οίνον, έθεσεν αυτάς εις τα ευρύχωρα θυλάκια του επενδύτου του, είτα ήνοιξε το συρτάριον του Κατούνα, εύρεν εκεί κέρματά τινα, την πώλησιν όλης της ημέρας, μη υπερβαίνουσαν δύο δραχμάς του παρ' ημίν νομίσματος, εμέτρησεν αυτά, τα έθεσεν εις τον πυθμένα του θυλακίου του, έσβεσε τον λύχνον και εξελθών έκλεισε την θύραν και έγεινεν άφαντος.

Και μόνον ο Γέρω-Γιάννης έτρεχεν, ο αστυνομικός κλητήρ, με τα τσακμάκια εις τα θυλάκια και το καρυοφύλλι του εις τον ώμον ανεβοκατεβαίνων την αγοράν και την δημαρχίαν, και εκάλει τους πολίτας εις τα όπλα κρούων τον μέγαν κώδωνα του ναού. Το παραχθέν αίσθημα ήτο και φόβος και θλίψις.

Απ' εκεί θα επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, εις το γύρισμά των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των. Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον.

Ναι· είχεν αρχίσει να επιζητή τοιούτου είδους εμμίσθους δικηγορίας, διά να έρχεται, καθώς έλεγεν, εις πλειοτέραν συνάφειαν με τα γεμάτα χρηματοκιβώτια, των οποίων ήθελε να μετακενώση, ει δυνατόν, το περιεχόμενον εις τα θυλάκιά του. Είχε την μανίαν και αυτός να γείνη γρήγορα εκατομμυριούχος. Έπασχε δίψαν χρήματος, και αυτό ίσως ήτο το ανίατον νόσημά του. — Περίεργος άνθρωπος!