United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώραις να φέξη», και ο μπάρμπ'- Αναγνώστης, αφού εξύπνισε τον ιερέα κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον, εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον περιήρχετο τα καλύβια θορυβωδώς κρούων όπως εξεγείρη τους χωρικούς. Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγ. Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα.

Αναμφιβόλως ο κρούων, δεν έκρουε δι' ώτα ανθρώπου· έκρουε διά ν' ακουσθή από κάποιαν ψυχήν, ήτις ουδέποτε εις την ακοήν της απατάται, ήτις δεν έχει ανάγκην συλλαβών, λογικώς τοποθετημένων, ούτε ρυθμού, υπαγομένου εις κανόνας, όπως διεγερθή. Και ήρκεσεν είς αόριστος ήχος, όστις διά τους άλλους δεν θα έλεγε τίποτε, ίνα λαλήση εις την ψυχήν μου πολλά.

Τότε ο πρώτος των εφημερίων, προσεγγίζων εις τας πύλας κελεύει επιτακτικώς κρούων αυτάς και κράζων: «— Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!» Ο δε έσωθεν των κεκλεισμένων πυλών παρά τα κλείθρα υποκρινόμενος τον Άδην ερωτά αυθαδώς: «— Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης

Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός. — Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου. Ή να είξευρα καν της κυράς σου;... Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς. — Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;... Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού.

Οι ιππόται δεν ήρχοντο την νύκτα εις το νοσοκομείον, και ουδείς άλλος πλην αυτών επλησίαζεν εις τα τείχη, φρουρούμενα άλλως έξωθεν υπό στρατιωτών. Τις ήτο ο κρούων την θύραν; Επλησίασα ακροποδητί και ηκροάσθην. Δυνατόν να ηπατώμην. Ο κτύπος ήτο ασθενής και άτολμος, και ήλεγχε τους δισταγμούς του κρούοντος. Εν τούτοις μετά τινας στιγμάς επανελήφθη. — Ποίος είνε; έκραξα. — Άνοιξε, απήντησεν έξωθεν.

Και μόνον ο Γέρω-Γιάννης έτρεχεν, ο αστυνομικός κλητήρ, με τα τσακμάκια εις τα θυλάκια και το καρυοφύλλι του εις τον ώμον ανεβοκατεβαίνων την αγοράν και την δημαρχίαν, και εκάλει τους πολίτας εις τα όπλα κρούων τον μέγαν κώδωνα του ναού. Το παραχθέν αίσθημα ήτο και φόβος και θλίψις.

Αλλ' ο φίλος του γνωρίζει ότι ήλθε διά καλόν θέλημα, επιμένει δε κρούων την θύραν, εωσότου τέλος, εκ της πολλής επιμονής του, βαρυνθείς ο φίλος εγείρεται και του δίδει το αιτούμενον. Εάν τοιαύτη επιμονή νικά την απέχθειαν απροθύμου ανθρώπου, πόσω περισσότερον θα κρατή πλησίον Εκείνου όστις μας αγαπά καλλίτερον ή ημείς ημάς αυτούς, και είνε προθυμότερος να επακούσή ή ημείς να δεηθώμεν!

Ο Νταντής έκυψεν εις το πάτωμα του μικρού προδόμου εις το σκότος, ψηλαφών να εύρη τα παληοπάπουτσά του να τα φορέση. Έκαμνε μικρόν θόρυβον, κρούων διαφορά ζεύγη παλαιών τσοκάρων προς άλληλα και επί των σανίδων του πατώματος. — Πού είναι τα παληοκατσάρια μου; είπε.

Και όταν ήκουε τας ζητωκραυγάς μετά τας εκλογάς, και όταν έβλεπε τους παρέδρους και τους συμβούλους, εστεφανωμένους ελαίας και σύροντας τον χορόν εις την πλατείαν, εκλείετο εις τον οίκον της η κυρά Μανωλάκαινα, κλαίουσα από την αγανάκτησίν της. Λέγουν μάλιστα ότι νύκτα τινά τον έκλεισεν έξω τον κυρ-Μανωλάκην, όστις επανελθών από τον ελαιώνα παράωρα, εφώναζε κρούων την θύραν: — Κυρά Μανωλάκαινα!