United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πώς; Εληά ήτανε να την ξεχιονίσω; — Ας πάνετην οργή κι' αυταίς η εληαίς, κολλήγα. Κόντεψε να σε χάσουμε. Ας πάνε ς' την οργή! Διέκοψεν ο κολλήγας, κενών άλλο ποτήριον εις τον λάρυγγά του. — Η εληαίς μονάχα κολλήγα, ή και τα θηλιάσματα μαζί; Ηρώτησεν ο μπάρμπα-Σταύρος γελών και θωπεύων τούς μύστακάς του τους στακτερούς. — Όλο να με πειράζης, κολλήγα.

Προ πολλού είχε τελειώσει ο όρθρος, τινές δε των μοναχών λίαν πρωί είχον εξέλθει εις τους κήπους και τας αμπέλους προς εργασίαν. Ο μαυριδερός αρχηγός καθήσας σταυροποδητεί επί του μενδερίου και θωπεύων τον μαύρον αυτού μύστακα εζήτησε πάραυτα τον ηγούμενον.

Μόνος, κατάμονος εντός του σπηλαίου ο γέρω Μαρ της εξηκολούθει ακόμη να κλαίη και θωπεύων διά της χειρός τας πληγάς του, να παρατηρή μετά βαθείας θλίψεως το βαρέλι, το μόνον αίτιον των παθημάτων του.

Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός. — Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου. Ή να είξευρα καν της κυράς σου;... Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς. — Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;... Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού.

Και θωπεύων εγγύς του τον Αράπην, τον μπογαζιανόν σκύλλαρον της σκούνας, έλεγε χαριεντιζόμενος, θεωρών το ρυμουλκόν αφανές από τους αφρούς, έλκον ολοταχώς την σκούναν. — Γεια σου, ξεφτέρι μου! | Κ' εξηκολούθει: — Έπρεπε να σας είχα, μωρέ σεις παιδιά, με τούτη τη σκούνα. Εταξειδεύσαμε πάλι για τον Ποταμόν άδειοι.

Εσκέπτετο, υπελόγιζε, εσχεδιάζε . . . Πάντα δε ταύτα μειδιών, κατευχαριστημένος. Χωρίς να το εννοήση, ευρέθη μετ' ολίγον εις το καφφενείον του. Παρήγγειλε καφέν, εκέρασε και μερικούς φίλους, τους οποίους εύρεν εκεί, έπιε κατόπιν έν δύο ρακιά, φιλευθέντα υπό των φίλων, και εξήλθε του καφενείου έτι ευθυμότερος, θωπεύων ενίοτε έξωθεν του θυλακίου του το μεγάλο κλειδί της κασσέλας.

Είχεν ανάψει πλέον το πυρ η Κρατήρα· και ήδη κατεγίνετο να καθαρίση την ευρύχωρον εστίαν εν τη γωνία της οικίας, σαρώνουσα με μικράν εκ πτερών όρνιθος σκουπίτσαν την στάκτην και τα λοιπά λείψανα της αποβραδυνής φωτιάς. — Άιντε τώρα να ζυμώσης και να παςτον φούρνο, Κρατήρα! Παρετήρησε πάλιν με το ειρωνικόν του μειδίαμα ο μπάρμπα-Σταύρος θωπεύων τον μύστακά του μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως.

Ο ήλιος μόλις είχεν ανατείλει, διαλύων τους ανερχομένους από την θάλασσαν προς την πρασινίζουσαν ακτήν λευκούς ατμούς, τα ύδατα ήσαν ρηχά από τον ασθενή άνεμον, όστις εφύσα. Εφαίνετο την πρωίαν εκείνην, ότι και αυτός ο Βορράς ευρέθη εις διάθεσιν φιλοπαίγμονα, θωπεύων μαλακά την θάλασσαν.