United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Σιξτίνα διεκόπη, περιμένουσα ίνα συμπληρώση η Αϊμά την φράσιν. Αλλ' αύτη εσίγα. Η Σιξτίνα επανέλαβε·Και προτού ν' αρμενίσης το μεγάλο πέλαγο, που ήλθες από την Ρόδον... Και πάλιν η Σιξτίνα επέσχε τον λόγον. Αλλ' η Αϊμά ήκουε μόνον. — Προτού να συμβούν όλα αυτά, δεν ενθυμείσαι άλλο τίποτε; Η Σιξτίνα επέμενεν, ως να είξευρε τους λόγους, δι' ους η Αϊμά εδίσταζεν.

Και εγώ τι θα κάμω εν τω μεταξύ; — Θα περιμένης. — Πού; Εδώ δεν θα μείνω. — Διά της βίας δεν σε κρατώ. Αλλά σε παρακαλώ να μείνης. Η Αϊμά εδίσταζεν. Ο Πλήθων επανέλαβε·Σοι είπα να μοι ζητήσης ό,τι επιθυμείς. Δεν επιθυμείς τι; — Αλλά σοι είπα κ' εγώ τι επιθυμώ. — Είνε το μόνον; ως νέα δεν έχεις επιθυμίαν τινά; — Ποίαν επιθυμίαν να έχω; απήντησεν αφελώς η Αϊμά.

Θα υπάγωμεν μίαν ημέραν εκεί, θα σε συστήσω εις τον κύριόν μου, και ποιος ξεύρει;... Ειμπορεί να βγη σε καλό. — Εμείς οι παραμικροί, οι εργατικοί, είπε πανούργως ο Πρωτόγυφτος, δεν έχομεν να κάμωμεν τίποτα με τους άρχοντας και τους μεγάλους. Ο ξένος ησθάνθη ως νύγμα τον λόγον τούτον του γηραιού Γύφτου και έμεινε σιγών επί τινας στιγμάς. Είτα επανέλαβε·

Και ο μεν Γύγης, ταύτα λέγων, προσεπάθει να τον αποτρέψη διότι εφοβείτο μήπως τω συμβή δυστύχημά τι, αλλ' ο Κανδαύλης επανέλαβε· «Θάρρει, ω Γύγη, και μη φοβού μήτε εμέ ότι τάχα σοι λέγω ταύτα διά να σε δοκιμάσω, μήτε την γυναίκα μου ήτις ουδόλως δύναται να σε βλάψη, διότι θα διαθέσω τα πράγματα ούτως ώστε να μη υποπτεύση ουδέποτε ότι την είδες.

Έφερε δύο βόλταις περί το τεράστιον λογιστήριόν του και επανέλαβε· Και δεν είνε μικρό πράγμα αυτό, να σε χαρώ, είνε δέκα Να είχα δέκα τάλλαρα εγώ, παντρευόμουνα. Είτα εξηκολούθησε·Μα τι να σου πω; σε λυπούμαι, που είσαι καλή γυναίκα, κ' έχεις και κείνα τα ορφανά.

Τότε της εφάνη ότι έβλεπεν εμπρός της τον Καμπαναχμάκην, τον άγροικον εκείνον του βουνού· ίστατο ενώπιόν της με την στραβολέκαν του την ποιμενικήν, με το σκαιόν ήθος του, με την όψιν του την τραχείαν και με λαρυγγώδη φωνήν της έλεγε : «Στο Κακόρρεμμα! Στο Μονοπάτι, στη Βρύσι του Πουλιού! Στου Γέροντα το ΕρμητήριοΚαι καθώς εγίνετο άφαντος, ακόμη επανέλαβε· — «Στο Ερμητήριο!

Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός. — Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου. Ή να είξευρα καν της κυράς σου;... Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς. — Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;... Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού.

— &Ανάθεμα& στην ψυχήν του δούλου σου; Τι λες, δάσκαλε; Ο ψάλτης του ένευσε μόνον να σιωπήση. Και με κυκλοτερές βλέμμα προς τους άλλους, τους εσύστησε να μη δώσουν προσοχήν, διά να μη γίνη χασμωδία. Ο Φραγκούλας μετ' ολίγον και πάλιν επανέλαβε·Τι τους ψαίλνετε;... Τι τους κάνετε νάνι-νάνι;... Όλοι στ' ανάθεμα θα πάμε!... Ο διδάσκαλος και πάλιν του ένευσεν αυστηρώς. Και ο Κώτσος απεμακρύνθη.

Δεν είνε πρέπον, είπε, να παρακινούμεν τους άλλους να τάζουν. . . . Το τάξιμον είνε προαιρετικόν. . . . «Όση πέφυκεν η προαίρεσις», που λέει και το τροπάρι . . . Μα ας είνε . . . αν ήθελε να κάμη καμμιά λειτουργία . . . Την τελευταίαν φράσιν την είπε παραπονετικώς μέσα του. Είτα επανέλαβε·

Η Ευθαλία ηκροάτο εν σιωπή. Η μήτηρ της επανέλαβε·Κι' αυτό εδώ, πουλάκι μ', φαίνεται να είνε γυναικείο κούτελο· και εις αυτό επάνω επάνω κάτι τέτοιο είνε γραμμένο. Τέλος έφθασεν ο Παπά-Γληγόρης.