United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξεύρω διατί μου τα λέγεις αυτά! ανεφώνησε, σύρουσα πάλιν την φωνήν της ως χαϊδεμένον παραπονούμενον παιδίον. — Είναι ωραία, με φαντασίαν και με ποίησιν, αλλά δεν με αρέσουν. — Διατί; είπον εγώ τότε, εξηγήσου. — Χμ! απήντησεν εκείνη. Διατί; Διότι, διότι ξεύρω διατί μου το λέγεις.

Έπειτα έτρεξεν εις το άκρον του κήπου και διευθύνας το όπλον του κατά του Μανώλη, όστις απεμακρύνετο την στιγμήν εκείνην από το οχύρωμά του, είλκυσε την σκανδάλην. Αλλ' αντί πυροβολισμού, ηκούσθη ο κωμικός κρότος της αποτυχίας, εις τον οποίον απήντησεν ο Μανώλης εκτείνας την παλάμην ανοικτήν προς τον Στρατήν.

— Έ, υπομονή, κουράγιο· τι να κάμουμε; είπεν εις απάντησιν ο γέρο- Φόλης. — Τι υπομονή, κουράγιο; επανέλαβεν εν απορία ο Αγάλλος. — Αυτά έχει ο κόσμος, απήντησεν ο Φόλης. — Το ξέρω, είπεν ο Αγάλλος· μόνο πες μου τι τρέχει; — Ζωή σε λόγου σου, είπε πάλιν ο άλλος. — Πέθανε το Γκλεζώ; — Δεν απέθανε ακόμα· πεθαίνει. Τω όντι η νεάνις έπνεε τα λοίσθια.

Αλλ' εις την ύβριν ο Γεώργιος απήντησεν υπερηφάνως: «Δεν με υβρίζεις συ, αλλ' ο Χαγάνος»· και εζήτησε παρά του Χαγάνου να τους απολύση, αφού ήτο αδύνατον να επέλθη συνεννόησις.

Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους. Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι, με αμάξια, μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα, 'σαν να έχωμεν πένθος· και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη, δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις.

Εντός ολίγων δευτερολέπτων ο Μανώλης κατεβλήθη, αφωπλίσθη και ησθάνθη επί του στήθους του το γόνυ του Σμυρνιού και την κόψιν του πασαλή του εις τον λαιμόν του. — Να σε μάθω 'γώ εδά πώς σκοτώνουνε; του έλεγεν ασθμαίνων ο Γιαννάκος. — Ό,τι θες κάμε, απήντησεν ο Μανώλης με πλήρη αποκαρτέρησιν.

Εις το διάστημα τούτο της ελαχίστης αναπαύλας, είς των νεανιών εύρε καιρόν να γελάση με τον μογιλάλον, όστις ίστατο εκεί κρατών τον κενόν ασκόν με βλέμματα ανακριτού: — Γιαν! κιμίκρ! — Κιμίκρ! απήντησε και ο μογιλάλος. Και διά νεύματος και σχήματος ηρώτησεν αν έκαμαν τηγανίτες. — Γιαν! Νά! κιμίκρ! Απήντησεν ο νεανίας.

Με πέντε λεπτά τα χορταίνεις σε κάθε εφημερίδα. — Με τη διαφορά, απήντησεν αποτόμως, ότι ηκολούθησαν της κόρης μου, και δεν είνε για μένα το ίδιο. Την εφύλαγαν εκεί κοντά εις το τμήμα της Βάθειας. Έτρεξα να την σηκώσω στην αγκαλιά μου και να την πάω της μάννας της.

Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξη, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του. — Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, είντά 'νε τα πράμματα που κάνεις; εσύ, πρέπει, αποφάσισες τα κάμης όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου. — Είντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανώλης με απροσδόκητον αταραξίαν.

Πρόσταξον, κύριε, την φρουράν των πραιτωριανών να επιτεθή εναντίον των. Ο Νέρων εστράφη προς τον Τιγγελίνον. — Δύναμαι να βασίζωμαι εις την πίστιν των στρατιωτών: — Ναι, θεσπέσιε, απήντησεν ο αρχηγός. Αλλ' ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους. — Εις την πίστιν των, αλλ' όχι εις τον αριθμόν των. Μείνε εκεί όπου είσαι, διότι αυτό είναι ασφαλέστερον· αλλά πρέπει εξ άπαντος να πραϋνθή ο λαός ούτος.