United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ω! ανεφώνησεν. — Για τόσο πράμμα; του είπεν η μήτηρ του εξετάζουσα το τραύμα με την σπαρτιατικήν της αταραξίαν. Θέλεις να σ' ακούσουν να πουν πως εφοβήθηκες, γυιέ μου;

Μανώλη, του είπε μίαν εσπέραν με ήρεμον αυστηρότητα. Ο καιρός απού θαρραβωνιαστής την Πηγή εσίμωσε, μόνο πρέπει να συμμαζωχτής. Όλοι οι ντεληκανίδες κάνουνε κουζουλάδες, μα εσύ το παράκαμες. Άλλη βολά δε θέλω να μιλήσης τση Ζερβουδοπούλας, γιατί θα γεννούμ' από δυο χωριά. Ο Μανώλης τον ητένισε με αυθάδη αταραξίαν. — Άδικα τα χάνεις τα λόγια σου, είπε.

Ο φίλος ούτος είχε προς τοις άλλοις το σπάνιον προτέρημα να μη αποβάλλη ευκόλως την αταραξίαν εις τας δυσκόλους περιστάσεις. Ο μπάρμπα Κατούνας, ότε είδε τα πράγματα στενά, καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει εις το καπηλείον ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών, δεν έχασε καιρόν.

Αλλ' ο Σωκράτης, ενώ αφ' ενός ακούει με αταραξίαν την αγγελίαν του επικειμένου θανάτου του, αποκρούει αφ' ετέρου την ιδέαν της δραπετεύσεως και τας παρακλήσεις του Κρίτωνος.

Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξη, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του. — Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, είντά 'νε τα πράμματα που κάνεις; εσύ, πρέπει, αποφάσισες τα κάμης όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου. — Είντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανώλης με απροσδόκητον αταραξίαν.

Ας τον αφήσωμεν επίσης να κοιμηθή τον μεσημβρινόν του ύπνον μ' όσην αταραξίαν τω επιτρέπουσιν αι μυίαι, οι σκνίπες και οι κώνωπες της κλασικής πόλεως, και ας παρακολουθήσωμεν αυτόν την εσπέραν, εξερχόμενον εις περίπατον μετά του Γιαννάκη. Ο Γιαννάκης, ως μεσίτης σεβόμενος εαυτόν και τους πελάτας του, έχει, εννοείται, δίφρον κομψότατον, εις ον επιβιβάζει τον φίλον του, αναφωνούντα φαιδρώς·

Και εκείνος, αφ' ού ήκουσε ταύτα με αταραξίαν, εγέλασε και είπεν· Αλλοίμονον, Σιμμία, βεβαίως δυσκόλως ήθελα πείσει τους άλλους ανθρώπους, ότι δεν νομίζω ως συμφοράν αυτό οπού μ' εύρε, όταν βέβαια δεν ημπορώ να πείσω ούτε σας· να φοβάσθε μήπως τώρα ευρίσκομαι κάπως εις περισσοτέραν λύπην· και, καθώς φαίνεται, σας φαίνομαι ότι είμαι κατά την μαντικήν τέχνην κατώτερος από τους κύκνους, οι οποίοι, ότε ήθελον καταλάβει ότι μέλλουν ν' αποθάνουν, εν ώ ψάλλουν και εις τον προηγούμενον καιρόν, τότε ίσα ίσα ψάλλουν περισσότερον και καλύτερον, χαίροντες, διότι μέλλουν να υπάγουν πλησίον του Θεού, του οποίου είναι υπηρέται.

Και όταν με πολλήν δεξιότητα και αταραξίαν κατώρθωσε να σώση τον εαυτόν του από την οργήν του Λαέρτου, η απροσδόκητος επιστροφή του Αμλέτου τον επαναφέρει εις την πρώτην αδιέξοδον θέσιν.

Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων. — Τι σκέπτεσαι να κάμης; — Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός. Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη. — Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης;