United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσο θα διασκεδάζη ο Γιαννάκης μας, όταν μεγαλώση ολίγο και τον βάζω επάνω! είπεν. Δεν ενοούσεν η καλή κόρη να έχη τίποτε ιδικόν της, το οποίον να μη απολαμβάνουν και οι άλλοι!

Τι έγεινεν η μορφή του ΓιαννάκηΓιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός του Κυρίου Παρδαλούευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως δεν μαντεύει, ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η επισυμβάσα σκηνή.

— Η χειροτέρα δουλειά είνε η τεμπελιά! έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον Γιαννάκην, επιθεωρών την καθετήν, έτοιμος προς αλιείαν. Και βλέπων τον έφηβον αποκαμόντα εν τη μονοτόνω πηδαλιουχία του: — Α! Γιαννάκη, και να πάμε εις την Πόλι ταχειά! Πήγες εις την Πόλι, βρε Γιαννάκη; Να πας εις την Πόλι και να ιδής! Να ιδής μιναρέδες και να ιδής κυπαρίσσια! — Ήτο πρωτοτάξειδος ο Γιαννάκης.

Η πρώτη της λέξις ήτον: καλέ αφέντη, αχ, ο Γιαννάκης μου μού απέθανε!

Ας τον αφήσωμεν επίσης να κοιμηθή τον μεσημβρινόν του ύπνον μ' όσην αταραξίαν τω επιτρέπουσιν αι μυίαι, οι σκνίπες και οι κώνωπες της κλασικής πόλεως, και ας παρακολουθήσωμεν αυτόν την εσπέραν, εξερχόμενον εις περίπατον μετά του Γιαννάκη. Ο Γιαννάκης, ως μεσίτης σεβόμενος εαυτόν και τους πελάτας του, έχει, εννοείται, δίφρον κομψότατον, εις ον επιβιβάζει τον φίλον του, αναφωνούντα φαιδρώς·

Έλα! χαμένο κορμί, που όλα σου ξυνίζουν εβόησεν ως βαθύφωνος σάλπιγξ εύσωμος και ροδοκόκκινος συνδαιτυμών, μνημείου μάλλον ή ανθρώπου έχων εξωτερικόν. — Άφησ' τον αυτόν, υπέλαβεν ο Κυρ Γιαννάκης, αυτός είναι από την αντιπολίτευσι! — Ούτε η αντιπολίτευσι μούκοψε μισθό, ούτε η συμπολίτευσι θα με πάητο χατζηλήκι, απήντησεν ο απαισιόδοξος.

Εις τα Ολύμπια! διατάσσει ο Γιαννάκης τον αμαξηλάτην ταυ, και ο δίφρος διαβαίνων ταχύς την οδόν Πατησίων και την οδόν Σταδίου, διελαύνει την πλατείαν του Συντάγματος. Η στρατιωτική μουσική παίζει από της κεντρικής εξέδρας, και κόσμος πολύς πληροί την πλατείαν.

Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.

Μέσα στο μελίσσι των παιδιών που σχολούσαν, μεσημέρι και δείλι, απ' το σχολειό της ενορίας και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και κακανίσματα, το πιο περήφανο ήτανε ο Γιαννάκης ο Καμπούρης. Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάννα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα ταρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος.

Είπεν ο πλοίαρχος κ' επαραμέρισε την ένθεν κ' ένθεν του στόματός του επικολλημένην δασείαν και ψιλήν, ως διά να γελάση ελεύθερα. Ο Γιαννάκης ήτο νεανίας, μόλις δεκαοκταετής.