United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μολαταύτα δεν είχε διαβάσει στάστρα ότι η Βασίλισσα θαρχότανε κείνο το βράδυ κάτω από το πεύκο; Ξέρει χίλια πράγματα. Πάρτε συμβουλή απ' αυτόν». Τρεχάτος ήρθε ο καταραμένος καμπούρης. Ο Ντενοαλέν τον αγκάλιασε. Ακούστε τι άτιμη προδοσία συμβούλεψε στο Βασιληά.

Και καθώς έκανε το σεργιάνι του, στεκότανε και μπροστά στον τάφο του Λαζαράκη. Περνούσαν ο κόσμος και διάβαζαν στο μάρμαρο: «&Εδώ αναπαύεται εν Χριστώ ένας καμπούρης&». Έπειτα γυρίζανε κατά τα άλλα τα μνήματα κι' αρχίζανε τα γέλια : «Όλοι τούτοι οι άλλοι στην αράδα, θα ήσαν ίσιοι στη ζωή τους, μωρέ μάτια μουΉρθε η νύκτα και το χωριό, σα μια ψυχή, γλυκοκοιμήθηκε στην πλαγιά του βουνού.

Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, χύθηκε και πέρασε ο μάγος λεβέντης από τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού μαζή με το φως του γαλαξία και αγκάλιασε την Πεντάμορφη απάνω στα κάτασπρα σεντόνια. Και η Πεντάμορφη, μέσα στον ύπνο της, έβλεπε, βαθιά μέσα στη γη, ένα νυφικό κρεββάτι, στρωμένο με λουλούδια. Στο νησί του Λαζαράκη δεν ήταν άλλος καμπούρης απ' αυτόν.

Σε ποιον να πη τον πόνο του; Άλλος καμπούρης δεν ήταν στο νησί. Τον έτρωγε το μαράζι τον Λαζαράκη. Συχαινότανε όλους τους ίσιους ανθρώπους. Κι' αν βρισκότανε κανένας να του πη: «Μωρέ θέλεις, Λαζαράκη, να σε κάνω ίσιο σαν τη λαμπάδα, να μη σε περγελάη ο κόσμος;» — «Όχι, αδελφούλη μου, θα του έλεγε.

Μέσα στο μελίσσι των παιδιών που σχολούσαν, μεσημέρι και δείλι, απ' το σχολειό της ενορίας και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και κακανίσματα, το πιο περήφανο ήτανε ο Γιαννάκης ο Καμπούρης. Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάννα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα ταρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος.

Το λέμε, απήντησεν ο καμπούρης, &οι οκτώ δεμένοι ουραγγουτάγκοι,& και είναι αλήθεια ένα παιγνίδι πολύ ευχάριστον όταν ξεύρουν να το παίξουν. — Αυτό είναι δουλειά μας, είπεν ο βασιληάς, σηκώνοντας και χαμηλώνοντας τα φρύδια. — Το ευχάριστον εις το παιγνίδι, συνέχισεν ο Χοπ-Φρωγκ, σύγκειται εις τον τρόμον που προξενεί εις τας γυναίκας. — Τέλεια, εγέλασαν εν χορώ ο βασιλεύς και οι υπουργοί του.

Πώς να μην κλαίμε; Τριστάνε, αντρειωμένε βαρώνε, θα πεθάνης λοιπόν με τόσο άτιμη προδοσία; Και συ, Βασίλισσα αγνή, Βασίλισσα τιμημένη, σε ποιον τόπο θα γεννηθή ποτέ βασιλοπούλα τόσο ώμορφη και τόσο αξιολάτρευτη; Αυτά λοιπόν κατώρθωσε με τα μάγια του ο νάνος καμπούρης; Ω! που να μη δη ποτέ Θεού πρόσωπο όποιος τον απαντήση στο δρόμο του και δεν του χώση το σπαθί στην κοιλιά του!

Μα καμπούρης ένας ήταν σ' όλο το νησί, θεός σχωρέσ' τον, μόνος και κατάμονος: ο Λαζαράκης.

Ο καμπούρης έρριψε την δάδα και εσκαρφάλωσε με επιτηδειότητα ως την οροφήν διά της οπής, διά της οποίας εξηφανίσθη. Θα νομίση τις ότι η Τριπέττα, τοποθετημένη εις την στέγην της αιθούσης, υπήρξεν η συνένοχος του φίλου της εις την τρομεράν εκδίκησίν του, και ότι έφυγαν ομού εις την χώραν των, διότι κανείς δεν επανείδε ποτέ ούτε τον ένα ούτε την άλλην . Η κατήγορος καρδία