United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα καμπούρης ένας ήταν σ' όλο το νησί, θεός σχωρέσ' τον, μόνος και κατάμονος: ο Λαζαράκης.

Μόνος, κατάμονος εντός του σπηλαίου ο γέρω Μαρ της εξηκολούθει ακόμη να κλαίη και θωπεύων διά της χειρός τας πληγάς του, να παρατηρή μετά βαθείας θλίψεως το βαρέλι, το μόνον αίτιον των παθημάτων του.

Σημαίαι τινές βρεγμέναι αερίζοντο βαρείαι εδώ κ' εκεί· και ένας λοταρτζής εφώναζεν ακόμη κατάμονος εις μίαν γωνίαν: πέντε δίνετε, πέντε παίρνετε, δέκα δίνετε, δέκα παίρνετε. Ενώ το αληθές είνε ότι οι άνθρωποι έδιδον και ο λοταρτζής έπαιρνε.

Αυτός μόνος και κατάμονος. Όλοι οι άλλοι νησιώτες ήσαν ίσιοι σαν τις λαμπάδες. Κι' ο Λαζαράκης το είχε καϋμό. Όλοι οι άλλοι, οι σακάτηδες και οι σημειωμένοι, είχανε κάποιο σύντροφο να τον βλέπουνε και να παρηγοριούνται. Στραβοί, κουτσοί, κουλλοί, βλογιοκομμένοι, αλλοίθωροι, πιασμένοι, τσεβδοί, τρεμουλιάρηδες, είχανε όλοι το ταίρι τους.

Εάν μάλιστα δεν έχη τέκνα και εγγονούς, έρχεται καιρός, καθ' ον μένει κατάμονος εν μέσω αγνώστων, εν μέσω ξένων και αδιαφόρων. Και το συμπέρασμα είνε ότι οι άνδρες πρέπει να μη μένουν άγαμοι, άλλως να προμηθεύωνται εγκαίρως πιστόλι.

Κατάμονος ως ασκητής εις σκότη επλανώμην, κι' ωμοίαζα ως φάντασμα, ως Κέρβερος φρικτός, μ' εκείνην την ποιητικήν και άφθονόν μου κόμην, σκοτεινοτέραν και αυτού του πέπλου της νυκτός. Ο δυστυχής! . . . ακούρευτος αφήκα την πατρίδα, και δεν υπήρχε πουθενά εις την Αζόφ κουρείον, ένας και μόνος έτρεχε με μια χονδροψαλλίδα, και μες 'στους δρόμους το τυχόν εκούρευε κρανίον.

Εκείνος προσκύνησε, σύναξε από χάμου το κιάλι και τα κομμάτια του και χάθηκε. Ο Χαγάνος έμεινε κατάμονος απάνου στο σοφά, βράζοντας από το κακό του Το άγριο αίμα των προγόνων του άναψε και του έπηζε τη σκέψη και τη συνείδηση. Ήθελε να παιδέψη τον Πέτρο το Θεομίσητο· και να τον παιδέψη αλύπητα. Ο Χαγάνος πήδησε από τη θέση του άξαφνα σα να πάτησε φίδι. Αγνάντεψε τον ίδιον το δουλευτή.