United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα, πώς χάθηκε το ουκ στην κοινή και γιατί χάθηκε, έχει το λόγο του· κάθε πράμα, που χάνεται σ' αφτό τον κόσμο, δε χάνεται χωρίς το λόγο του· εμείς συχνοτυχαίνει να μην τον ξέρουμε· μα τι πειράζει; Αφτός υπάρχει. Όλα στη γλώσσα μας έχουνε τον ιστορικό τους το λόγο, έχουνε τη σειρά τους.

Αλλά ο Κτήσιππος, κατά την συνήθειάν του, εξέσπασε στα γέλοια και, — Ευθύδημε, είπεν, ο αδελφός σου επαμφοτέρισεν εις αυτό που τον ηρώτησα, και πάει, χάθηκε, νικήθηκε.

Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι' ενώ όλος ο κόσμος τη συμπονιώνταν, αυτή δεν τώβανε κάτω, αλλ' απολογιώνταν με θυμό: — Μπα! και ποιος σας πληρόνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας πέρασ' από την ιδέα, ότι χάθηκε το παιδί μ' και δε θα μώρθ'; Αυτό ζη και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός! Έτσι μου λέει η ελπίδα, πώχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!

Κοκκίνισε και ντρεπόταν που κοκκίνιζε, αλλά αμέσως πήρε θάρρος και ρώτησε. «Μπορώ να πω κάτι; Εάν είναι λάθος, σαν να μην το είπα.» «Μίλησε.» «Το παιδί δεν μου φαίνεται κακό. Ανατράφηκε άσχημα μέχρι τώρα. Έχασε τους γονείς του τη χειρότερη στιγμή γι’ αυτόν και απόμεινε σαν ένα ολομόναχο παιδί μέσα στους πέντε δρόμους και έτσι χάθηκε. Πρέπει να τον ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο.

Κατά μάνα κατά κόρη, δε λένε; μα τουλόγου σου, σαν να χάθηκε ο καιρός, εβιάστηκες και πήες κέπιασες χέρα με το Θωμά ... .Καλά το λένε πως αργεί ο φρόνιμος να σφάλη, μα σα σφάλη καλά σφαίνει. Καλέ, εχαθήκανε η κοπελλιές απού το χωριό; Και θα έκανε πολύ δυσαρέστους διά την Πηγήν συγκρίσεις αν δεν την ανεχαίτιζεν οργίλη συνοφρύωσις του Σαϊτονικολή.

Έφυγε, χάθηκε μακρυά απ' την πολιτεία. Κρύφθηκε στους λόγγους και στα βουνά κ' ύστερα πήρε το δρόμο, σαν αφωρισμένος.... «Και νάμαι που ήρθα. Ο Θεός να με συχωρέση, αδέρφια!»... Αυτά έλεγε ο χωριανός και τα δάκρυα τρέχανε απ' τα μάτια του. Κανένας δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση. Ο ένας κύτταζε τον άλλον.

Έγινα υπομονετικός και δεν περίμενα να γυρίση τόσο γλήγορα τους στοχασμούς της από κείνον, που χάθηκε, σε μας, που μας είχε ακόμα. Έτσι μου έδειχνε περσότερη εμπιστοσύνη κ' έγινε ειλικρινέστερη μαζί μου. Το ταξίδι όμως γλυστρούσε σιμά μας, σα να είτανε μόνο φανταστικά όλα όσα βλέπαμε.

Το πρώτο που αιστάνθηκα κ' εννόησα με τρόμο ανέκφραστο, όταν περάσανε τουλάχιστο τόσες μέρες, ώστε να μπορέσω να συνέρθω και να σκεφτώ όσα γίνανε, είτανε πως η γυναίκα μου δεν είχε μιλήσει ποτέ τόσο μέσα από την ψυχή της, όσο την ώρα που κάθησε μπρος μου στην κάμαρά μου και μου είπε πως είχε γεννηθεί για κακό και πως τώρα, που χάθηκε ο Σβεν, ζει μόνο για να πεθάνη.

Ο Αντρέ αμπόλησε ένα γεράκι για να τον πιάση, αλλά ο καιρός ήταν ωραίος και λαμπρός: το γεράκι πήρε φόρα και χάθηκε. «Κυττάχτε, Άρχοντα Αντρέ, είπεν η Βασίλισσα, το γεράκι κούρνιασε κει κάτω, στο λιμάνι, στο κατάρτι ενός άγνωστου καραβιού. Τίνος είναι; — Κυρία, είπεν ο Ανρέ, είναι το καράβι του εμπόρου της Βρεττάνης που χθες σας χάρισε τη χρυσή πόρπη. Πάμε να πιάσουμε το γεράκι μας».

Το ρυμουλκόν, αφού μας εξήγαγεν έξω από τα ρεύματα, μας άφησε πλέον. Επεράσαμεν τα Γαλατάρια. Αφήσαμεν οπίσω τον Αναγαράν. Εχώνεψεν η Καλλίπολις με τους μιναρέδες της, θαλασσωμένη μέσα εις τα γλαυκά της Προποντίδος κύματα. Χάθηκε το Λαμψάκι το ιστορικόν και το Τσαρδάκι δεν φαίνεται πλέον. Έκλεισεν ο Ελλήσποντος κ' ήνοιξεν η Προποντίς, ο κατακύανος Μαρμαράς και κατάκρυος.