United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά λέγουν ότι μεταξύ της Αγγλικής αριστοκρατίας υπάρχουν κυρίαι και κύριοι πλουσιώτατοι, περί ων η αστυνομία έχει ειδοποιήσει τους εμπόρους ότι πάσχουν από κλεπτομανίαν και πληρόνει τα κλεπτόμενα είδη εν συνεννοήσει μετά των συγγενών των, διά να μη γίνωνται σκάνδαλα.

Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι' ενώ όλος ο κόσμος τη συμπονιώνταν, αυτή δεν τώβανε κάτω, αλλ' απολογιώνταν με θυμό: — Μπα! και ποιος σας πληρόνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας πέρασ' από την ιδέα, ότι χάθηκε το παιδί μ' και δε θα μώρθ'; Αυτό ζη και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός! Έτσι μου λέει η ελπίδα, πώχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!

Τοιαύτη είναι η διδομένη εις αυτά τροφή. Εάν τις φονεύση εκουσίως κανέν εκ των ζώων τούτων τιμωρείται με θάνατον· εάν δε το φονεύση ακουσίως, πληρόνει πρόστιμον το οποίον ορίζουσιν οι ιερείς. Όστις φονεύση εκουσίως ή ακουσίως ίβιν ή ιέρακα, ανάγκη να θανατωθή.

Οι πλείστοι όμως, όσους, αν δεν απατά η απειρία, πλανά όμως πάντοτε η αυτάρκης πεποίθησις, δέχονται μετ' ευγνωμοσύνης το κίβδηλον νόμισμα της ψευδούς αφοσιώσεως, δι' ου πληρόνει τας αβαρείς αυτών επαγγελίας η παροίνιος ειλικρίνεια του πληρούντος τας οικίας των συρφετού.

Την επαύριον της σκηνής εκείνης, όταν ο σύζυγός της έλειπεν εις το βουνόν, η Μιλάχρω εξετίναξε μετά προσοχής το κλινίδιον πλην δεν εύρε τίποτε. Δεύτερον, της έλεγον ότι εις το καφενείον κάθηται πάντοτε χαρούμενος και πίνει ναργιλέδες πολλούς και πληρόνει τακτικά, και κάπου κάπου τρατάρει.

Σημείωσε δε και τούτο, το οποίον δεν περιλαμβάνεται εις το βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, είνε όμως ουχ ήττον αληθές, διότι περιλαμβάνεται εις τα λογιστικά βιβλία του δήμου Αθηναίων· ότι δηλαδή ο αρχοντικός ούτος δήμος, — όστις κατά τούτο ομοιάζει τους άρχοντας, ότι τα χρέη του είνε εξαπλάσια περίπου των εισοδημάτων τουέχει ήδη τριών περίπου εκατομμυρίων χρέη, και ότι απέναντι αυτών πληρόνει κατ' έτος εις τους δανειστάς του τόκον . . έν σχεδόν τοις εκατόν.

Αλλ' ας ευδοκήσωσιν ούτοι ν' αναλογισθώσιν, ότι το ελληνικόν έθνος είνε ολίγον δυστυχώς και πτωχόν, και εκτιμά μεν ευκόλως, διατιμά όμως δυσκόλως και πληρόνει έτι δυσκολώτερον· ότι τα ιδιωτικά βαλάντια, αμιλλώμενα κατά τούτο προς το δημόσιον, μόλις επαρκούσιν εις τα απαραίτητα, ουδέ περισσεύουσιν εις ελευθεριότητας· και ότι παρ' ημίν πολύς έτι θα παρέλθη χρόνος, έως ου κατορθωθή να νομισματοκοπήται η δόξα, και μάλιστα η άωρος.

Και είνε εδικά σου; — Να είχα εγώ αυτήν την τύχη, αφέντη! — Ανήκουν εις άλλον λοιπόν; — Εις άλλον, αφέντη. — Και πόσα σε πληρόνει; — Τίποτε, διά ψωμί, απήντησεν ο βοσκός. — Διά ψωμί; φτωχέ! Και δεν κοπιάζεις; — Κοπιάζω, αφέντη. — Είνε πολλά τα πρόβατα που φυλάγεις; — Τα γίδια, αφέντη. Είνε κάμποσα. — Ως πόσα; — Καμμιά εκατοστύ.