United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν η αλήθεια από όλα τα αγαθά είναι πρώτον εις τους θεούς και πρώτον εις τους ανθρώπους. Και αυτήν όστις θέλει να γίνη αξιομακάριστος και ευτυχής πρέπει από την αρχήν να την αποκτήση, διά να ζη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον ως φιλαλήθης. Διότι αυτός είναι πιστευτός. Απίστευτος δε είναι όστις αγαπά το ψεύδος εκουσίως, όστις δε το αγαπά ακουσίως, είναι ανόητος.

Όσον προκατειλημμένος και αν ήτο ο Βινίκιος, δεν ηδυνήθη να μη παρατηρήση μίαν διαφοράν μεταξύ της διδασκαλίας του γέροντος και της των κυνικών, των στωικών και άλλων φιλοσόφων. Εμάνθανε τώρα ότι ο Θεός ούτος είνε η αλήθεια· και εσκέφθη ακουσίως ότι ενώπιον ενός τοιούτου δημιουργού ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Κρόνος, η Ήρα, η Εστία και η Αφροδίτη εφαίνοντο ως συμμορία γελωτοποιών.

Και τώρα, πού να πάω; . . . Σαν έρθ' ο πατέρας σου; . . . Βασίλεψ' ο ήλιος . . . σουρούπωσε . . . θα νυχτώση. Η Μαρούσα εσκέφθη επί στιγμήν, είτα είπεν·Εγώ έχω μεγάλην υποχρέωσι 'σε λόγου σου, θεια Χαδούλα . . . Πώς να το ξεχάσω! — Θυμάσαι; είπεν ακουσίως μειδιώσα η γραία. — Και μπορώ να τ' αστοχήσω; . . . Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα κάμω για σένα. — Ας είσαι καλά.

Διότι ναι μεν κανείς δεν γίνεται αξιομακάριστος ακουσίως, αλλά πάλιν και η μοχθηρία είναι εκούσιον πράγμα. Άλλως πρέπει βεβαίως να διαφιλονικήσωμεν τα προηγούμενα και να ειπούμεν, ότι ο άνθρωπος δεν είναι αρχή και δεν είναι πατήρ των πράξεών του καθώς και των τέκνων του.

Εγώ; ... «συνελήφθη ο διαβόητος λωποδύτης»... «Ο δραστήριος αστυνόμος κατέσχε χθες»... — Καλά ... έχουμε και στη Γαλλία και στην Αμερική ρεπορτέρηδες, μα στην Ελλάδα πρωτοβγήκαν αφτοί. Η χειρ μου ακουσίως εφέρθη προς τον μύστακά μου, αλλά ο κ. Ψυχάρης μου έκοψε το... χέρι. — Και βέβαια! Πρώτος reporter, που λένε σήμερις, στάθηκε στον κόσμο ο Ηρόδοτος. — Ο Ηρόδοτος!

Βέβαια, διότι δεν σκέπτεσαι καλά, Σωκράτη μου. Διότι, όσα ψέμματα λέγει ο Αχιλλεύς, δεν φαίνεται ότι τα λέγει εκ προαιρέσεως αλλά ακουσίως, διότι ηναγκάσθη από την συμφοράν του στρατοπέδου να μείνη και να βοηθήση. Ενώ, όσα λέγει ο Οδυσσεύς, τα λέγει εκουσίως και εκ προαιρέσεως. Σωκράτης. Προσπαθείς, φίλε μου, να με εξαπατήσης και μιμείσαι ο ίδιος τον Οδυσσέα. Ιππίας. Διόλου μάλιστα, καλέ Σωκράτη.

Βεβαίως όμως πρέπει εις πάσαν καταγγελίαν, την οποίαν ενεργεί έκαστος εναντίον άλλου, να προσέχη να μη του επιβάλη ανάρμοστον τιμωρίαν, ούτε εκουσίως ούτε ακουσίως όσον είναι δυνατόν. Διότι η δικαιοσύνη λέγεται παρθένος αιδήμων και πολύ ορθά λέγεται, το δε ψεύδος είναι μισητόν εις την αιδώ και την δίκην φυσικώ τω λόγω.

Και αυτό γνωρίζω καλά ότι γίνεται εξ αιτίας μου, δηλαδή διότι είμαι όπως είμαι, διά να μην ειπώ τίποτε μεγαλίτερον διά τον εαυτόν μου. Δηλαδή εις εμέ φαίνεται, Ιππία μου, όλως το αντίθετον από ό,τι λέγεις συ· ότι δηλαδή όσοι βλάπτουν τους ανθρώπους και τους αδικούν και τους εξαπατούν και σφάλλουν εκουσίως, και όχι ακουσίως, είναι καλλίτεροι παρά όσοι το κάμνουν ακουσίως.

Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.

Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου είς βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς όσους υπέφερεν από τα στήφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη». Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους, ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα.