Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Να ήθελες να μας έκανες τη χάρι να περνούσες απ' το καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια Γαρουφαλιά; . . . . Εκείνη η πεθερά μου δε 'φελάει τίποτα, τι να σου κάμη; — Μα τώρα κοντεύει να νυχτώση. . . είπε με υποκρισίαν η Φραγκογιαννού. Και μέσα της έλεγε — «Το ροιζικό μου είναι πλειο! Ωχ Θε μου»! — Ας νυχτώση . . . Αν θέλης, κοιμάσαι στο καλύβι. Η Φραγκογιαννού εστάθη ως να εδίσταζεν.

Δεν είνε, που λες, παιδί μου, η δουλειά οπού τον εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλην να πηγαίνη εις την Ανάστασιν, γιατί, καθώς σου είπα, η αστυνομία, άμα νυχτώση το μέγα Σάββατον, μας κλείνει. Είνε άλλο το εμπόδιο. Είνε ο Καπετάνιος, οπού λες . . . — Ποιος καπετάνιος; ηρώτησεν η κοσμοκαλογραία. — Θα σου πω κατόπιν, τα Λαμπρόγιορτα. Μα τώρα εφέτος, δεν είνε στην Αθήνα.

Είχε βγη τ' απομεσήμερο να περιδιαβάση κατά την συνήθεια του, και βυθισμένος στους στοχασμούς του ξεμάκρινε τόσο από την πολιτείαν, οπού όταν το εδοκήθηκε, ήταν πολύ κοντά να νυχτώση, και αδύνατο να γυρίση οπίσω.

Τα λόγι' αυτά τ' αντριωμένα της Βασίλως τον εζεμάτισαν το Λάμπρο, κι ανατινάχτηκε αδάκρυτος από τον τόπο του, σα λαβωμένο λάφι. — Να φύγουμε, είπε, να φύγουμε. Δεν είν' άλλη προκοπή, δεν είν' άλλο σελιαμέτι. Να νυχτώση και να φύγουμε. Τοίμασε, Βασίλω, να φορτώσουμε. Ό,τι να φορτώσουμε στο ντουρί και να φύγουμε. Νύχτωσε.

Και τώρα, πού να πάω; . . . Σαν έρθ' ο πατέρας σου; . . . Βασίλεψ' ο ήλιος . . . σουρούπωσε . . . θα νυχτώση. Η Μαρούσα εσκέφθη επί στιγμήν, είτα είπεν·Εγώ έχω μεγάλην υποχρέωσι 'σε λόγου σου, θεια Χαδούλα . . . Πώς να το ξεχάσω! — Θυμάσαι; είπεν ακουσίως μειδιώσα η γραία. — Και μπορώ να τ' αστοχήσω; . . . Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα κάμω για σένα. — Ας είσαι καλά.

Εκεί επάνω, είπεν η Βεάτη, και έκαμεν αόριστον χειρονομίαν. — Πού; εκεί; επέμεινεν ο Σκούντας δεικνύων διά της χειρός. Η Βεάτη ηναγκάσθη να δείξη το υπερώον. — Ας έβλεπα μόνον το δωμάτιόν της, είπεν ο Σκούντας, και δεν επιμένω να της ομιλήσω. — Υπομονή, είπεν η Βεάτη· όταν νυχτώση, ειμπορούμεν ναναβώμεν μαζή, προσέθηκε ταπεινή τη φωνή. — Α, σας παρακαλώ, είπεν ικετικώς ο Σκούντας.

Ερχόταν η αυγή κ' ελέγαμε: ποτέ να μη νυχτώση! Ενύχτωνε κ' ελέγαμε: πότε θα ξημερώση; Την ημέρα όλοι μαζί· χαρά, τραγούδι, γέλοια. Τη νύχτα μοναχός καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ένας του άλλου απόφευγε το συναπάντημα, παρεξηγούσε το βλέμα, με τον παραμικρό λόγο άπλωνε το χέρι στον λάζο σαν να είχε αντίδικο.

Κι αυτός αφού γίνηκε έξωφρενών, δεν κοτούσε να το ειπή στον πατέρα· κ' επειδή δε μπορούσε να το υποφέρη, σαν μπήκε στον κήπο, εθρηνολογούσε, λέγοντας: — Ω σκληρό βρέσιμο! πόσο καλύτερο μου ήτανε να βόσκω! πόσο πιο καλότυχος ήμουνα όντας δούλος! τότε έβλεπα τη Χλόη· μα τώρα ο Λάμπης, αφού μου την άρπαξε, φεύγει· κι άμα νυχτώση θα κοιμηθή μαζί της· κ' εγώ πίνω και διασκεδάζω και του κάκου ορκίστηκα στον Πάνα και στα γίδια και στις Νύμφες.

Φαίνεται ότι αι επίπονοι εξετάσεις της χώρας εκείνης είχον εμποιήσει ανησυχίαν εις τον Πρωτόγυφτον. Ότε δε απεμακρύνθησαν παραπολύ, τότε μόνον τη επρότεινε να καθίσωσιν εις μέρος τι και να αριστήσωσιν. Είτα δε τη είπε·Τώρα είνε ανάγκη να καθίσωμε 'δω, που είνε παράμερα. Κοντεύομε να φθάσωμεν εις το χωριό μας. Δεν πρέπει να φανώμεν εκεί την ημέραν, μη μας ιδούν. Όταν νυχτώση, τότε θα πάμε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν