United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Τριστάνος έπεσε γονατιστός στα πόδια του Βασιληά Μάρκου, και είπε: «Βασιληά και κύριε, αν θέλης να μου κάνης αυτή τη χάρι, εγώ θα πολεμήσω». Άδικα ο Βασιληάς Μάρκος θέλησε να του αλλάξη ιδέα. Ήταν τόσο νεαρός ιππότης: εις τι θα του εχρησίμευεν η τόλμη του; Αλλά ο Τριστάνος έδωσε την πρόκλησί του στο Μόρχολτ, και κείνος την εδέχτη.

Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς ημπορώ, που έλαβα σημάδια τόσα, το γένος μου αφανέρωτο ν’ αφήσω πλέον; ΙΟΚΑΣΤΗ Μη για τη χάρι των θεών° εάν φροντίζης κάπως για μένα, μη ζητάς ν’ αποκαλύψης αυτά. Δεν είναι ολίγη μου η δυστυχία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θάρρος, Κι αν απ’ τη μάνα μου φανώ πως είμαι σκλάβος, εσύ για μένανε καλή θενά ’σαι. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλ’ άκου με, παρακαλώ, και μην το κάμης.

Της άνοιξις η χάρι Σε λουλουδάκια, Σε χορταράκια, Και με λαμπρό φεγγάρι, Εκεί που είχε πλαγιάση Να ξαποστάση, Να ησυχάση, Του είχε ενθουσιάση Το γνωστικό κεφάλι, Να τραγουδήση Την πλούσια φύσι Τα αμίμητά της κάλλη. Η Μουσαις ξυπνημέναις Στην ταραχή του, Πολλή κραυγή του, Πετιούνται ξαφνισμέναις, Και απανωταίς προβαίνουν, Μον σαν τον ίδαν Ακέριον Μίδαν, Γελάν, και μεταμπαίνουν.

Ιζόλδη, ποτέ δε θα συλλογιζόμουν αυτόν το χωρισμό αν δεν ήτανε η μίζερη αυτή ζωή που προς χάρι μου υποφέρετε τόσον καιρό τώρα, Ωραία, σ' αυτόν τον έρημο τόπο». — Τριστάνε, θυμηθήτε τον ερημίτη Ογκρίν στο άλσος του. Ας γυρίσουμε σ' αυτόν. Κ' είθε να μπορέσουμε να ζητήσουμε έλεος από τον Ουράνιο Πατέρα, Τριστάνε, φίλεΞύπνησαν τον Γκορνεβάλη.

Έσυρα τον Λευθέρη κ' εβγήκαμε απ' το μοναστήρι. — Η χάρι της, του είπα, θα σε κάμη καλά. Εκινήσαμε, καταπόδιάλλους, που τους βλέπαμε να τρέχουν μπροστά. Ήτον μεσάνυχτα. Περπατήσαμε κάμποσο ανήφορο, και σε λίγην ώρα φτάσαμε στη σπηλιά. Ήτον μία σπηλιά ωραία, στον βράχο τον θεόρατο, με χρώμα σταχτερό, που έσταζε δροσιές ολόγυρα. Μοσχοβολούσε ο τόπος από θυμάρια, από σκοίνους κι' αγριοδυόσμο.

Δεν ήτανε πεια δική του, ήτανε δική μου. Να τώρα που με τη σπλαχνική στοργή του ξύπνησε την τρυφερότητά μου κι' απόκτησε πάλι τη Βασίλισσα. Τη Βασίλισσα; Βασίλισσα ήτανε δίπλα του και τώρα εδώ στο δάσος ζη σαν σκλάβα. Τι έκαμα τα νειάτα της; Αντί των αιθουσών με τα πλούσια μεταξωτά, της δίνω αυτό το άγριο δάσος. Μια καλύβα. Και προς χάρι μου ακολουθεί αυτόν τον κακό δρόμο.

Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.

Εγώ δεν είξευρα καλά καλά τι ήτον η Εύρεσι, και σχεδόν δεν είχ' ακούσει ποτέ μου για Περιστέρα. Αυτή τη στιγμή θυμήθηκα που η κουμπάρα μας, εκείνη 'που πρώτη μου είχε βάλει στο νου για να τάξω στην Καισαριανή, μου είχε 'πεί ότι η χάρι της περισσότερο ενεργάει στην Εύρεσι, που είνε στη σπηλιά, κι' ότι εκεί κατεβαίνει, τινάζοντας τα πτερά της, μία περιστέρα...

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Δίκηο έχεις, ναι• αλλ' όμως τούτο εγινόταν πρώτα, πούταν ο παληός ο νόμος• αλλά τώρα που για όλους η ζωή θάνε κοινή, τι και αν δεν καταθέση; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν μου λες: και αν φανή μια μικρούλα, και θελήση ένας να την γαργαλίση, και να κοιμηθή μαζύ της για μια νύχτα λόγου χάρι, από το κοινό ταμείο να της δώση δεν θα πάρη;