United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εγώ ήμουν καινούρια στο σπίτι της και δεν ήξερα. Θεέ και Κύριε τι έγεινε! Καλέ έφθασαν στο χωρισμό! Μ α ρ ί α. Πώς σου φαίνεται αυτό που ήκουσες; Πώς μου φαίνεται; Μια σκηνή αληθινή της καθημερινής ζωής Έχω ακούσει τέτοιες σκηνές... Μ α ρ ί α. Της ζωής της ψεύτικης, εις την οποίαν με παρακινείς να θυσιάσω τας αρχάς μου.

Θελά μισέψω, και θα πάω πολύ μακριά στα ξένα, Μακριά οχ τ' εσένα που αγαπώ· αλοίμονο σ' εμένα! Ήμουν κοντά σου κι έζηγα, και τώρα να σ' αφήσω, Να ξεμακρύνω, πώς μπορώ, χωρίς να ξεψυχήσω. Στοχάζομαι το χωρισμό, και ξαπορώ, και φρίζω, Κι' άντα τον εινορεύομαι ξυπνώ, και λαχταρίζω. Το χωρισμό σου, αγάπη μου, σήντα τον συλλογιούμαι, Σα φύλλο από τον άνεμο ταράζομαι και σιούμαι.

Φωτιά να κάψη τα φλωριά, τα γρόσια του γονιού μου, Λύκος να φάη τα πρόβατα κ' εκείνον τ' αγριοπούλια. Το χωρισμό σου δε φτουρώ, και δε βαστάω τον πόνο.... 'Στήν αγκαλιά σου πάρε με, αν μ' αγαπάς ακόμα, Κ' έλα να φύγουμε μακρυά, να πάμεάλλον τόπο. Αχώριστοι να ζούμε οι δυο, με μια καρδιά, μια αγάπη.

Κι όχι μονάχα ξύλο έπαιζε, παρά και στάρματα έτρεχαν κάποτες. Και σα δεν είχαν πια χωρισμό, τους φώναζε ο Ανθύπατος στη Κόρινθο και τους πρόσταζε να βγάζουνε ρητορικούς λόγους· κι όποιος έβγαζε τον καλλίτερο λόγο, αυτός είταν ο νικητής.

Για το χωρισμό μας βρήκα το Ρετόκριτο και τον εδιάβαζα. — Πώς ήθελα να μου τόνε διάβαζες και μένα! Μα δε μας αφήνουν, αλοίμονό μου! Της είπα δύο ή τρεις στίχους του Ερωτόκριτου, που θυμόμουνα, κιαυτή, ενθουσιασμένη που τους άκουε από το στόμα μου, έλεγε: — Χαρώσε πώς τα λες, ζαχαρένιε μου! Τότε κεγώ, αποκότισα και τη φίλησα για πρώτη φορά, αφ' ότου μεγάλωσα.

Καλάκαλά δεν πρόφτασε να πιστέψη πως την πήραν από την καλύβα της και λεν να συνηθίση στο χωρισμό της! Μ' αν έρθη θάνατος! κι αν έρθη αρρώστια! Μ' αν η φτώχια γίνη πείνα αγριόδοντη στην πόρτα της! Ποιος θα καθίση παρηγοριά στο προσκεφάλι της; ποιος θα ταγίση το παιδί; Ωιμέ! πικρός που είνε ο πόνος της.

Μα κ' οι δυο τους σφραγίζανε το χωρισμό με δάκρυα πολλά, μ' αναφυλλητά. Κ' εκεί που ζητούσε η γριά, φανταζότανε την καλύβα της σκουντουφλιάρα, παντέρημη και ζύγωνε στη νια να γίνη ένα μαζί της, λες κ' ήθελε να πάρη τη δροσιά και τις ελπίδες της.

Τ' έχεις, φλογέρα, και μου κλαίς και μου παραπονιέσαι; Μη προμαντεύης θάνατο, μη προμαντεύης χάρο; Μη μ' εμπεζέρισες κ' εσύ και θέλεις να μ' αφίσης; Ή μήνα της αγάπης μου το χωρισμό θυμάσαι Και κλαις και θες τον πόνο μου να μερασθής μ' εμένα;

'Σ τ' αστέρια απάνου έφταναν τα κλάματα κ' οι θρήνοι Εδώ χωρίζει ο γέροντας πατέρας το παιδί του, Εκεί ο νηός την ώμορφη την αγαπητική του, Αλλού η μανάδες παίρνουνετους ώμους τα μικρά τους, Κλαίγουν αυταίς το χωρισμό, σκούζουν και τα παιδιά τους Κ' είν' όλοιταις γιορτιάτικαις ντυμένοι φορεσιαίς τους, Λες και σε γάμο 'κίνησαν, λες παν' σε πανηγύρι.

Μα 'γώ η μαυρομοίρα σανήμενα απού τη Δεύτερη του Θωμά, όντεν έφυγες. Σε θώρουνα τότες απού το παραθύρι ώστε που φαινόσουν. Εσύ με 'δες; — Όλο στα παραθύρια σας θώρουνα, μα μπόρουν να σε δω, πούτουνε τα μάτια μου θελωμένα 'που τα δάκρυα; Το Βαγγελιό ενθουσιάστηκε. — Όμορφα 'που τα λες! Έκλαιες, παιδί μου; — Έκλαια σόλη τη στράτα. — Έκλαιες για το χωρισμό μας; — Ναι.