United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερα είμαι ο κοινός κι' ο αλάθευτος προφήτης. Σήμερα ξέρω εκείνα που οι άλλοι τρέμουν να τα πουν. Ωραία κοπέλλα, στην άσπρη αυγή του γέλιου σου βλέπω τον Άδη των δοντιών που θα λείψουν. Ωραία γυναίκα! Στο μουσικό περπάτημά σου βλέπω την ποδάγρα που θα σε βυθίση στην πολυθρόναόταν σαλεύοντας το κάτω σαγόνι, πολύ γρηά, θα παραπονιέσαι χωρίς ν' ακουστής. Έφηβε!

Μα αυτός όλο λαθεύει και ξεχνά. — Κιμίκρ! Εψέλλισεν ο μογιλάλος, εννοήσας ότι περί αυτού ελάλουν, και συγχρόνως από μέσα από το παλαιόν μέτρον, όπερ εβάσταζεν εξήγαγε το νέον, απαστράπτον, εκ λευκοσιδήρου. — Νά, λοιπόν κυρά-χήρα! Να μη παραπονιέσαι. Εμείς δεν θέλομε ν' αδικήσωμε κανένα. Και φουσκώσας τας παρειάς του καταυγαζομένας υπό του φωτάς είπε: — Το άδικον ουκ ευλογείται! — Κιμίκρ!

Ύπνος παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το τραβούσαν απ' εδώ κι' απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι' έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε. Το παιδί, άνοιξε τα μάτια του, κύτταξε γύρω γύρω και το πήρε το παράπονο. — Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; — του είπε ο Ρόβας.

Τ' έχεις, φλογέρα, και μου κλαίς και μου παραπονιέσαι; Μη προμαντεύης θάνατο, μη προμαντεύης χάρο; Μη μ' εμπεζέρισες κ' εσύ και θέλεις να μ' αφίσης; Ή μήνα της αγάπης μου το χωρισμό θυμάσαι Και κλαις και θες τον πόνο μου να μερασθής μ' εμένα;

Υπέλαβεν επιδοκιμάζων και ο μογιλάλος και ζητών να λάβη μίαν τηγανίταν, αίτινες ευωδίαζον εκεί, σωρός, εντός μεγάλου ωοειδούς πινακίου. — Εμείςτο Προμύρι είχαμε μεγαλείτερο μέτρο, μα αφού εδώ σεις θέλετε μικρότερο, μάλιστα, το μικρότερο κυρά-χήρα, να μη παραπονιέσαι. Εγώ δεν θέλω να παραπονιέσαι. — Αυτά να τα πης 'ςτον κλήδωνα, κυρ-Δμάκη.

Πόσο ελάθεψεν η φύση Αργοπόδη να σ' αφήση! Τι ανίσως της πατούσαις Σαν τη γλώσσα σου κινούσες, Δε θα ήταν βεβαιό σου, Πεζοδρόμος δεύτερός σου. Α σ έ β ε ι α σ τ ο υ ς Γ ο ν ε ί ς Περίσιο είναι να μου λες Τα ίδια άπειραις βολαίς. Να μου παραπονιέσαι, Και να δικιολογιέσαι, Πώςτου θυμού σου την ορμή, Σου δίνουν πάντοτε αφορμή, Οι άτυχοι γονείς σου, Και πέφτουν στην οργή σου.