United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ξέρεις τι θα πη κυρ-Δμάκης; Τον γνωρίζεις τον κυρ-Δμάκη; Ξέρει εκείνος, καπετάνιο μου, να λογαριάση και τα φύλλα της εληάς ακόμα! — Μωρέ, παιδί μου, σε θέλω νάσαι έξυπνος άνθρωπος, μωρέ Γιωργή μου. Εσείς άλλο από το τσίπουρο δεν ξέρετε. Και ροφήσας ακόμη ένα ποτήριον, εξηκολούθησεν: — Εγώ μονομιάς σας έμαθα όλους, τάμαθα όλα κιόλας. Είνε το μόνον μέσον για να πάρουμε την εκλογή.

Ημέραν τινά, ο καπετάν-Παρμάκης, πίνων το πρωινόν τσίπουρογια της πρώτες χολέςλέγει κρυφά προς τον Γιωργή της Θασίτσας. — Ξέρεις τίποτα, μωρέ παιδί μου; Θα του τα πάρω τα δέκατα, μωρέ Γιωργή μου! — Του κυρ-Δημάκη; — Του κυρ-Δμάκη! Ο Γιωργής της Θασίτσας ήρχισε να γελά. — Γιατί, μωρέ παιδί μου, γελάς; Γιατί, μωρέΓιωργή μου; — Του κυρ-Δμάκη; Ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής της Θασίτσας, θαυμάζων.

Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να πω, και άλλο είπα. Νά, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή. — Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι ώμορφο. Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ- Δμάκη τον γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια.

Θατα πάρουν φέτος τα δέκατα. Χαιρετίσματα, κυρ-Δμάκη! Μου χρωστάς και μισή οκά από πέρσι, που μου πήρες παραπάνω. — Και μένα μια οκά! προσέθηκεν άλλη φωνή. — Και μένα τρακόσια δράμια! — Και μένα τρεις οκάδες! — Και μένα εκατό δράμια! Υπέλαβον συγχρόνως πολλαί γυναίκες.

Ξέρω κ' εγώ, παιδί μ'; Προχθές περνούσα από του Γιωργή της Θασίτσας κ' άκουσα που λέγανε, θα τα πάρη φέτος τα δέκατα ο καπετάν-Παρμάκης. Πούλησε, λέει, ξαργού τη σκούνα τ' για να βαρέση τον κυρ-Δμάκη. Τι θα πη, λέει, ο κυρ-Δμάκης και ο κυρ-Δμάκης; Και τι είνε, λέει, ο κυρ- Δμάκης; Και μας έγεινε άρχοντας ο κυρ-Δμάκης; Ένας ξένος, ένας προμυριώτης; Που γδύνει της χήρες, που τρώει της χήρες!

Παρετήρει επιβάλλων σιωπήν εις τα παράπονά των. — Ορίστε κυρ-Δμάκη! τω λέγει ημέραν τινά ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών δύο συγχρόνως πρέζας ταμβάκου: — Καλώς ώρισες, αδελφέ μου! Πότε με το καλό; Ο κυρ-Δημάκης θα επροτίμα ν' αποφύγη αυτάς τας περιποιήσεις και κολακείας. Αλλ' ήτο αδύνατον να κρυβή πλέον. Τω εξωμολογήθη λοιπόν τα πάντα. — Αυτά είνε μονάχα; Παρετήρησεν ο κυρ-Βαρσαμός, ροφών άλλας δύο πρέζας.

Εχαιρέτιζε πλυμένος, φαιδρός, ως να εχόρτασεν επτάωρον γλυκύν ύπνον, ο δεκατιστής, εισερχόμενος εις το πρώτον ελαιοτριβείον και μόλις διακρίνων εν μέσω του καπνού τους περί την μηχανήν εργαζομένους. — Καλημερούδια, κυρ-Δμάκη!

Άκαιρο το μαξούλι φέτος. Κρίματους κόπους μας! — Ο δεκατστής! Ο δεκατστής! Εκραύγασαν τότε αι πρώται γυναίκες, αναγνωρίσασαι αυτόν. — Είδες ο παμπόνηρος; Ηκούσθη κατόπιν άλλη φωνή. Λέει έτσι δα, για να μη βγουν άλλοι και τον χτυπήσουντα δέκατα, ως να τα πάρη. Ακούς τον! — Ε, κυρ-Δμάκη! Εκραύγασε τότε και η γραία Φουλίτσα, αφήσασα πολύ οπίσω την συνοδοιπόρον της.