United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλοίμονο! δεν έσκαζε η προξενήτρα εκείνη που 'κανε τη μητέρα σου γυναίκα μου να γίνη! . . . Εγώ καλά περνούσα στην εξοχή που ζούσα, μένοντας μουχλιασμένος και παραμελημένος, και όπως μου κατέβαινε, με πρόβατα περίσσια, σταφύλια και μελίσσια. Τεμπέλα; α, δεν ήτανε. Τον αργαλειό εστήλωνε και το σπαθούσε το πανίμα και το παραξήλωνε!

Το πρώτο βράδυ, όταν έπεσε η συμφορά με τη Ρουθ κι εγώ περνούσα κατά τύχη από εκεί, μόνο τότε μου ξανοίχτηκε. Φυσικά, ήταν μια στιγμή απελπισίας. Έπειτα όμως μου ξανάγινε εχθρική. Όταν πηγαίνω εκεί με υποδέχεται καλά, αλλά στιγμές στιγμές με λοξοκοιτάζει, σαν να ήμουν εγώ η αιτία των συμφορών τους.

Πόσο σπάραγμα δεν αιστανόμουνα μέσα μου, όταν περνούσα μόνος αλάκερο χειμώνα χωρίς ένα φιλί της μάννας, χωρίς ένα αγκάλιασμά της!

Θυμάσαι, δόξα νάχη ο Θεός, Μυλόρδε μου, τότες που σε περνούσα από τον Ασκυφό, σαν αφήσαμε το Πρόσνερο και τραβήξαμε κατά το Κράπι κι από κείθε πήραμε τα στενά τω Σφακιών, εκείνα δα με τους πρίνους και με τα γυμνά τα βουνά κι από τις δυο τις πλευρές. — Και δεν τα θυμούμαι τα κόκκαλα τασπρισμένα στη χαράδρα μέσα; — Γεια σου! Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε ναρχίσουμε την ιστορία μας πρι να τη φέρουμε δω.

Δυνατώτ' ήταν· και θηριά βουνίσια πολεμούσαν Δυνατώτατ'· και τρομερά τ' αφάνισαν διόλου· Μ' αυτούς περνούσα το λοιπόν, σαν ήρθ' από την Πύλον, Μακριά 'πό τόπον μακρινόν και μ' έκραξαν εκείνοι. Και πολεμούσα δα κ' εγώ κατά την δύναμίν μου· Όμως μ' αυτούς αδύνατον ήταν να πολεμήση Κανένας απ' τους τωρινούς της γης αυτής ανθρώπους. Και μ' άκουαν ταις συμβουλαίς, και πείθουνταντον λόγον.

Είχε ξεχάσει της ξυλειές, ως και την φοβέραν. Την επαύριον ανεύρε τα κλοπιμαία η Μαλαμμώ. Ότ' είχε βασιλέψ' ο ήλιος. Κατεβαίναμε τo στενό καλδερίμι, τον κατήφορο. Την στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέση μια παροιμία απ' το στόμα της. — Τρεις όπ' σ' έχω, άντρα, και τρεις όπ' μ' έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά...

Από ενενήντα δραχμές εξέπεσαν την άλλη μέρα εις ογδοήντα δύο, κ' έπειτα εβδομήντα, πενήντα, σαράντα, είκοσι, έως ότου δεν τους ήθελε πια κανένας σε καμμιά τιμή. Δε σου λέγω τι νύκτες περνούσα. Δεν κατώρθωσα όχι να κοιμηθώ αλλ' ούτε καν να σταθώ στον ίδιο τόπο πέντε λεπτά.

Έβλεπα τ' αμπέλι μου, με τη μεγάλη βαλανιδιά στην κορφή του, που περνούσα τες καλύτερες και τες πλειο ευτυχισμένες ώρες της παιδιακάτικης ζωής μου, τρώγοντας γλυκύτατα σταφύλια, ωριμώτατα σύκα και ζουμερώτατα ροδάκινα... Είταν όλα, όπως τα είχα αφήσει εδώ και δέκα πέντε χρόνια. Όλα στον τόπο τους και στη θέση τους.

Μίαν ημέραν θλιβερά του είπενΔεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα. . . Είνε κάτι κακές γυναίκες, εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ, και της άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: «Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της . . .» Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα. Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της.

Και τι μου μένει πούσυρα τόσα πολλά μαρτύρια 321 μ' αιώνιες μάχες, τη ζωή σαν τίποτα αψηφώντας; Πώς πάει η κλώσσα το σπυρί στ' αφτέρωτα πουλιά της σα βρει κανένα, κ' έπειτα ψοφά απ' την πείνα ατή της, έτσι κι' εγώ πολλές νυχτιές περνούσα ξαγρυπνώντας, 325 και μέρες μες στα αίματα βουτούσα και στους φόνους, και με στρατούς χτυπιόμουνα για τα δικά τους τέρια.