United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στάσου να ιδώ... Αισθάνομαι... Μ' εκέντησ' η καρφίτσα! Ας ήξευρα τι γίνομαι! ΚΟΡΔ. Ω! γύρισε τα 'μάτια να με ιδής, πατέρα μου, και κίνησε το χέρι να μ' ευλογήσης... Όχι! Μη! Εσύ θα γονατίσης, αυθέντα μου! ΛΗΡ Παρακαλώ, μη με περιγελάσης. Εγώ είμ' ένας άκακος, δυστυχισμένος γέρος· τους ογδοήντα ακριβώς τους έχω. — Και αλήθεια, φοβούμαι ότι καθ' αυτό δεν είμαιτα σωστά μου.

Εγώ έμεινα επάνω εις το νερόν κολυμβώντας όσον ηδυνάμην κατά το επίλοιπον της ημέρας· έφθασεν όμως μία νύκτα σκοτεινή με άνεμον σφοδρόν και άρχισε να βοά η θάλασσα από τα κύματα και εγώ σχεδόν έχασα τας δυνάμεις μου, όταν αιφνιδίως ένα κύμα σφοδρόν με έφερεν εις το περιγιάλι του νησιού και με έρριξεν έξω, επάνω εις την άμμον και όταν επάτησα στερεάν γην, με γρηγορότητα έτρεξα διά να μην έλθη άλλο κύμα και με σύρη μέσα· ως τόσον εβγήκα υγιής εις το νησί· και την αυγήν όταν εξημέρωσεν, περιτριγύρισα όλο εκείνο το νησί και αγκαλά το εύρον έρημον, και ακατοίκητον και μακράν από την στερεάν έως ογδοήντα μίλια, το οποίον με ελύπησεν αρκετά, ήτον όμως γεμάτο από διάφορα χόρτα και δένδρα καρποφόρα· όθεν παρηγόρησα ολίγον την πεινασμένην και ταλαιπωρημένην κοιλίαν μου με τα οπωρικά που εύρον.

Τι; θέλ'ς να ζήσω ογδοήντα, εννενήντα, εκατό χρόνια, να ξωλαλάω, να μη γνωρίζω, να μη βλέπω, και να λέγω την ψείρα μπούμπα; Ο Θεός να μη μ' το χρωστάη! Το καλό μ' είναι να τα κλείσω με τα φρένα μ'!.. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μια μαύρη κόττα στο δωμάτιο, σήκωσε τα φτερά της, τα τέντωσε και τα χτύπησε σα να ήθελε να λαλήση.

Από ενενήντα δραχμές εξέπεσαν την άλλη μέρα εις ογδοήντα δύο, κ' έπειτα εβδομήντα, πενήντα, σαράντα, είκοσι, έως ότου δεν τους ήθελε πια κανένας σε καμμιά τιμή. Δε σου λέγω τι νύκτες περνούσα. Δεν κατώρθωσα όχι να κοιμηθώ αλλ' ούτε καν να σταθώ στον ίδιο τόπο πέντε λεπτά.

Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε. Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος φράσις: Γ α ί α ν έ χ ο ι ε λ α φ ρ ά ν. — Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν εκείνην, εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον. Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και ράπισμα ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δύο χιλιάδες επτακόσια ογδοήντα φράγκα στο ράφτη σας. ΔΟΡΑΝΤ Μάλιστα. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τέσσερες χιλιάδες τριακόσια εβδομήντα εννέα φράγκα και δώδεκα σόλδια στον έμπορό σας. ΔΟΡΑΝΤ Ακριβώς· δώδεκα σόλδια. Ο λογαριασμός είνε σωστότατος. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Και χίλια επτακόσια σαράντα οκτώ φράγκα στο σαγματοποιό σας. ΔΟΡΑΝΤ Όλα έτσι είνε, όπως τα είπατε. Το όλον;

Και ο πατέρας μου πέθανε χρόνωνε ογδοήντα με θάνατο χριστιανικό, σαν καλός χριστιανός οπού ήτανε, κάνοντας ψυχικά, και ποτέ στο ζύγι μην αγελώντας, και αξιώθηκε να τον εβγάλη ο Φιλόθεος ο Δεσπότης που του έδωκε και την αγίαν του ευχή. Και η μάνα μας πέθανε από τη λοιμική που μας ηφέρανε οι Βενετζιάνοι και πολύς κόσμος εχάθηκε, χρόνωνε εξήντα τρία.

Μ' αυτά σου τα γυρίσματα κάμνεις να σε μισούμεν, ειδέ που άφιν' η ζωή να την νικά το γήρας! ΓΕΡΩΝ Αγαπητέ αυθέντα μου, είν' ογδοήντα χρόνοι αφότου τον πατέρα σου κ' εσένα σας δουλεύω. ΓΛΟΣΤ. Φύγε· να φύγης, φίλε μου. Με την περίθαλψίν σου χωρίς εμέ να ωφελής, τον εαυτόν σου βλάπτεις. ΓΕΡΩΝ Αλλοίμονον! τον δρόμον σου δεν θα τον βλέπης μόνος. ΓΛΟΣΤ. Δεν έχω δρόμον να ιδώ διά να θέλω 'μάτια.

Ο αγυιόπαις τρέπεται δρομαίος εις φυγήν· αν ήτο δε δυνατόν να τον παρακολουθήση τις, θα τον έβλεπε μετά μικρόν εισερχόμενον εις άλλου υποψηφίου οικίαν, και θα παρίστατο μάρτυς της αυτής απαραλλάκτως σκηνής, ομοίως επαναλαμβανομένης. Μετά μικρόν άλλο άγγελμα: — Εννηακόσιους ογδοήντα εις το τέταρτον! Και τα ζήτω! επαναλαμβάνονται, και γράφουσιν οι γραμματείς, και πληρόνει ο υποψήφιος.