United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να που μες στην κουρασμένη φαντασία του υπηρέτη τα πράγματα αλλάζουν ξαφνικά όψη, όπως από τη νύχτα στη μέρα. Όλα είναι φως, μια γλύκα: οι ευγενικές του κυράδες ξανανιώνουν, ξανασηκώνονται και πετούν σαν τους αετούς που ξανάβγαλαν φτερά. Το σπίτι τους ξαναγεννιέται από τα ερείπιά του και όλα τριγύρω ξανανθίζουν όπως η κοιλάδα την άνοιξη.

Καθότανε ντροπαλή στην άκρη του καναπέ και ξέφτιζε τη φράντζα του τραπεζομάντηλου που ήτον είδος κινέζικο, μαυροκίτρινο, και τόχε αγοράσει η Βεργινία τέσσερες δραχμές από 'να γυρολόγο. . . 0 Νίκος στεκόταν ορθός στον κομμό και στριφογύριζε απάνω σε δυο του δάχτυλα την αλυσσίδα των κλειδιών του. . Ενόσω μιλούσε η θεια Ελέγκω, ξεχειλιστή απάνω στην καρέκλα κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας, τα μάτια του Νίκου κύτταζαν τη σειρά κουμπάκια, τόνα κοντά στάλλο, πούχε μπροστά το σταχτί πολκάκι της Λιόλιας, που της ήτονε μικρό και την έκοβε φοβερά στις αμασχάλες: στην κάθε της αναπνοή τα κουμπάκια σπαράζανε μέσα στις κουμπότρυπές τους, σάμπως τα στηθάκια της τάγουρα να ωρίμαζαν εκεί μπροστά στα μάτια του και να γυρεύανε να κάμουνε φτερά να πετάξουν . . . Λαχτάρα μου! Η Βεργινία ήτον πολύ ξαναμμένη και μιλούσε με κόπο, μα και με μια ξεχωριστή ζωηράδα, λες και μάζευε όλη της τη δύναμη για να κρύψη απ’ τους ξένους το χάλι της.

Μα σαν τον ζύγωσαν να πεις μια κονταριά ή πιο λίγο, νιώθοντας το πως είναι οχτροί κάνει φτερά τα πόδια, και δρόμο! Μα κι' εκείνοι εφτύς τον πήραν καταπόδι.

Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ σε μορφήν Αρπυίας, κτυπάει τα φτερά του απάνω στο τραπέζι, που με ώμορφη τέχνη γίνετ' άφαντο. Εγώ σας επήρα τον νου. Εκείνη καθ' αυτό είναι η ανδρεία, που κάνει τους ανθρώπους και πνίγονται, και κρεμούνται μοναχοί τους. Μωροί!

Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου, Μεγάλη Ανάστασι. Εκείτην Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλληόλον τον κόσμο.

ΔΗΜΗΤ. Χαίρε, πολυχρώματη μηνύτρα, που ποτέ δεν παρακούς τη γυναίκα του Διός· που με τα κίτρινα φτερά σου στα άνθια μου απάνου σταλάζεις μέλι, και χύνεις δροσιστικές βροχές, με την μίαν άκρη και με την άλλη του γαλάζιου δοξαριού σου στεφανώνεις τα σύλλογγα χωράφια μου και τες γυμνές αμμουδιές μου, λαμπρό ζωνάρι της υπερήφανης γης μου· γιατί η βασίλισσά σου μ' εκάλεσε εδώ, εις το φτωχό τούτο χορτάρι;

Σε λίγην ώρα, κοντά στο τέλος του Αγιασμού, την στιγμή που ήθελε να βαφτίση ο παπάς το Σταυρό στη λεκάνη, ακούστηκ' έξαφνα ένα φρου-φρου, κ' εβόιξ' η σπηλιά, κ' επαρουσιάστηκε για μια στιγμή, για όσην ώρα σας το λέγω, ένα ωραίο πουλί, μια περιστέρα, με άσπρα και σταχτιά και χρυσά φτερά, κ' εφτερούγιασε φρστ!... φρστ!... κ' ετίναξε τα φτερά της, κ' εχτύπησε με τα φτερά της το νερό, που ήτον μέσα στη λεκάνη του Αγιασμού, κι' αμέσως έγεινε άφαντη... Για δυο-τρεις στιγμές εξακολουθούσε, απ' το θόλο της σπηλιάς, να πέφτη νερό μέσ' τη λεκάνη, ύστερα έπαψε.

Χύμηξε από πίσω αγριεμμένο κι' άρχισε να γαυγίζη άγρια. Ύστερα, σαν να του σβύσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ' τα σκέλια κ' έφυγε μακρυά. Τ' Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ' το κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε στα φτερά του ο αέρας. Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλύστρησαν μέσα.

Το Θεό σου βάζω εγγυτή και τους Αγιούς μαρτύρους, πως αν τύχη κ' έρθη πίκρα για χαρά, αν τύχη κ' έρθη αρρώστια, ο χάρος να τόχη τριγυρισμένο το σπιτικό μας, στα δόντια του μέσα να σπαρταρούμε, στη μαύρη τη γης να μας κρυοσέρνη, τα σπλάχνα της να μας μαυροτρώνε, πάλι θα κάμω ζωή και φτερά και θα σου τηνε φέρω την Αρετούλα. Δέσπω.

Το βασιλόπουλο, πρώτο και καλύτερο, ζώστηκε τα χρυσά του τάρματα, άφησε τους λόγγους και τις ρεματιές, σέλωσε το άσπρο τάλογό του και ξεκίνησε μπροστά απ' τα παλικάρια να σώση την όμορφη τη χώρα του, που κινδύνευε από δική του αιτία. Πήρε την ευχή του γέρου του πατέρα του, πήρε και την ευχή της γρηάς βασίλισσας, έβαλε φτερά στα πόδια του και χάθηκε σαν την αστραπή.