United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδείς όμως θέλει να τον μαντεύση· ο Κύριος Παρδαλός και η Κυρία Παρδαλού ίστανται απέναντι του άφωνοι ως ερωτηματικά σημεία, εκείνος δε αισθάνεται έτι η γλώσσα του εκολλήθη εις τον λάρυγγά του. — Πλην οπωςδήποτε, διαλογίζεται, το πράγμα πρέπει να τελειώση. Γίνεται λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι δειλοί ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν, επαναλαμβάνει·

Έλα αύριον, σε παρακαλώ· ή, καλλίτερα, έλα πρωί πρωί εις το Νοσοκομείον. — Τα βλέπεις τώρα, κυρά; υπέλαβεν η μαγείρισσα, ενώ απέθετε τον βαρύν της δίσκον επί της τραπέζης. Και στρεφομένη προς τον κύριόν της, — Έβγαλα τον λάρυγγα μου, επρόσθεσε, να της λέγω να 'πάγητο Νοσοκομείον και δεν ήθελε να με ακούση.

Πόσαις φοραίς εκεί ο Αλεξανδρής κουτσοπίνων υπέψαλε τα ωραιότερα τροπάρια εν μέσω εκλεκτής παρέας λογίων και συγγραφέων οπού τον εκαμάρωναν έκθαμβοι. Ενώ παρέκει ο μάστρο Θάνος ο σουβατζής εξετέλει ένα δυσκολώτατον στοίχημά του ενώπιον της παρέας του, καταιβάζων τον ρητινίτην εις τον λάρυγγα χωρίς να βρέξη το στόμα του. — Τι κρύα Χριστούγεννα! — Ημπορούσαν να γίνουν και καλλίτερα!

Και αποχαιρετά μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό αλλά ήρεμο τη μάνα που τον εγέννησε, τους φίλους που τον επίστεψαν, τον λαό που τον ετυράνησε· τη γη που είδε τα φαρμάκια και τον Ουρανό που άνοιξε φιλόστοργη αγκαλιά να δεχθή το σώμα του. Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπεν όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων, αλλά δεν ημπορούσε να βγάλη φωνή από τον λάρυγγά της.

Είνε εχθρός φοβερός και ακαταμάχητος, όστις σε πολεμεί και μακρόθεν και εκ του συστάδην, μετά παρρησίας συνάμα και υπουλότητος, και κατά του οποίον ουδεμία είνε δυνατή υπεράσπισις. Σου τυφλόνει τους οφθλαμούς, σου παραγεμίζει το στόμα, σου φράττει τα ώτα, σου ξηραίνει και αυτόν σου τον λάρυγγα, διότι αναγκάζεσαι επί τέλους να τον αναπνεύσης θέλουσα και μη θέλουσα.

Ο Πρωτόγυφτος έξυσεν ολίγον την κεφαλήν, υπετονθόρυσε με τον λάρυγγα έν πεπηγμένον &γρου χμου!& και είτα είπεν·Ειμπορεί να μη τα καταφέρνω καλά. Αν ήθελεν ο άρχων να με βοηθήσηΛοιπόν πρέπει να τα είπω εγώ αντί σου; — Αν αγαπά ο άρχων. — Υπομονή τότε. Ειξεύρεις ότι αυτήν την στιγμήν φθάνει εδώ ο Θεόδωρος να μας εύρη; — ΕιξεύρωΚαι δεν θα είνε μόνος του.

Και όμως δεν ευχαριστούνται τόσον πολύ με αυτάς τας δοκιμάς, τουλάχιστον οι ακόλαστοι, αλλά με την απόλαυσιν, η οποία εκτελείται καθ' ολοκληρίαν διά της αφής έστω και εις τα φαγητά και εις τα ποτά και τας λεγομένας αφροδισιακάς ηδονάς. Και διά τούτο κάποιος καλοφαγάς ηυχήθη να είχε τον λάρυγγα μακρότερον από τον γέρανον, διότι βεβαίως ησθάνετο ηδονήν αφής.

ΜΑΚΒΕΘ Ο ένας είπε: Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος, ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια! Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας», ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Άφες τα τούτα! ΜΑΚΒΕΘ Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσετον λάρυγγά μου το Αμήν!

Η επιφάνεια του νερού ήτο μίαν και ημίσειαν οργυιάν κάτω του στομίου, το δε βάθος του νερού πρέπει να ήτο μιας οργυιάς. Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού ηθέλησε να φωνάξη και να τρέξη εις βοήθειαν. Αλλά την μεν κραυγήν της, η ιδία έπνιξεν εις τον λάρυγγα, πριν την εκβάλη, αι δε κινήσεις παρέλυσαν και το σώμα της επάγωσεν. Αλλόκοτος στοχασμός της επήλθεν εις τον νουν.

Όσο να μας προφτάκουν οι πισινοί με το μουλάρι, ανέβηκα κάμποσον δρόμο πεζός εγώ στο πλάι της. Είχε τραβήξει πολύ μπροστά και το νιο τ' αντρόγυνο. Στο διάστημ' αυτό βρεθήκαμε οι δυο μας ολομόναχοι και συμφιλιωμένοι μέσα στο λόγγο. Χίλια γλυκά λόγια μώρχονταν στο νου για να της 'πω. Αλλ' όλα πνίγονταν ξαφνικά μες το λάρυγγά μου, που τον εστένευε δεν ξέρω κ' εγώ ποια δύναμη αόρατη κι αυστηρή.