United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούγει ο Κωσταντίνος ιεροσυλίες, φονικά, στάσες, τέλος πως και θησαυρό μεγάλο μάζεψε τάχα ο Αθανάσιος να πολεμήση τον Άρειο και τον Κωσταντίνο, έχοντας κι άσκημα γράμματα από τον Έπαρχο το Φιλάγριο που δεν του ερχότανε να βλέπη τον Αθανάσιο να τονέ θεοποιή ο λαός, άρχισε πάλε να οργίζεται και να χολοσκάνη. Έγινε ο σκοπός του Ευσεβίου. Ήρθε η ώρα του.

Αντο εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη δεν είναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη. ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Δωμάτων εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΡΑΤΙΟΣ και ένας ΕΥΓΕΝΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Δεν θα της ομιλήσω. ΟΡΑΤΙΟΣ Ανησυχεί, τωόντι έξω φρενών· καθείς το πάθημά της πρέπει να σπλαχνισθή. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τι θέλει;

Τα μάντεψε η γριά. Ο Μιχάλης, μεθυσμένος τώρα όχι από κρασί παρ' από τον ερεθισμό τέτοιας ματοκύλιστης μέρας, είνε αλήθεια πως δεν πολυπονούσε αυτή την ώρα η καρδιά του. Σαν πυργώση ένα κακό, φεύγει ο ψυχόπονος κ' έρχεται η αφοβιά της απελπισιάς. Τέσσερα φονικά μέσα σε μια μέρα, και τα δυο από το τουφέκι του, και τόνα αδερφικό, κι ως τόσο σίδερο η καρδιά του. Ταυτί του δεν έδρωνε.

Προσέτι εδοκίμαζε να κατασκευάζη κουμπούρες, πιστόλια, μικρά κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα λεπτά, όσα εκέρδιζεν από της κούκλες, τ' αγαλμάτια και τας προσωπίδας, και δεν τα έπινε, τα ηγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάζη έν τοιούτον προϊόν.

Καλά στοχάσου μπαίνοντας στο παλάτι σου αυτά που λέγω° κι αν εύρης ότι ψέματα σου λέγω, τότε να μην πιστεύης στη δική μου την μαντείαν. Στροφή α΄ Ποιος είν’ αυτός, που ο Δελφικός μαντικός είπε βράχος πως έκαμε με φονικά τα χέρια κακά τόσα; Είναι καιρός, πιο γλίγωρα από τ’ ανεμόποδ’ άτια το πόδι του γοργό να πάρη να πάη μακριά.

Δεν παίρνει μόνον άρματα φονικά, δοξάρια και σαγίτες, σπαθιά και απελατίκια· μα και τροφές, βρώσι και πόσι για ξεγέλασμα. Παίρνει κρέαταβόδια ολάκερα· παίρνει ψωμιάφούρνους αδαπάνητους· παίρνει κρασιάβαρέλια χιλιοστέφανα. Και βάνει πλώρη ίσα κατά το νησί. — Ή σώνω το λαό μου ή εγώ χάνομαι· λέγει αποφασιστικά. Γοργόνα την λέγουν οι ναύτες αλλά μοιάζει με σαλαμάντρα.

ΜΑΚΒΕΘ Ο ένας είπε: Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος, ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια! Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας», ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Άφες τα τούτα! ΜΑΚΒΕΘ Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσετον λάρυγγά μου το Αμήν!

Αλλά ο αληθής λόγος των δισταγμών του, κρυμμένος εις τα βάθη της ψυχής του, ανομολόγητος, μένει πάντοτε μυστήριον διά τον νουν του Αμλέτου. Αντο εξής των λογισμών μου όλα τα βάθη δεν θα 'ναι φονικά, θα ειπώ 'πού ο νους μου εχάθη.

Εγώ μόνο » Ενόμιζα ότι ήμουνα « Θεός του κόσμου όλου. » Ποτέ δεν 'πήγα σ' εκκλησιά » Καιτο τζαμί καθόλου » Δεν επροσκύνησα παρά «'Σ τον κόρο καιτο φόνο.» « Ποιος άλλος απετόλμησε » Να 'βρίση το Θεό του ; » Ποιος άλλος την θρησκεία του, » Την πίστιν του να ρίξη «'Σ τους σκύλους. Καιτα φονικά, «'Σ τα αίματα να πνίξη, » Να πνίξη, τη λατρεία του » Προς τον ανώτερό του