United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γκρεμίστηκε κι' αφτός σιμά στη ρόδα του οχ τ' αμάξι χάμου, και μύτες στόματα κατάγδαρε κι' αγκώνα. 395 Δίπλα ο Διομήδης μέριασε, και βάρα βάρα τ' άτια 398 απ' τους λοιπούς πολύ μπροστά ξεπέταξε, τι θάρρος έβαλε στ' άλογα η θεά και τούδωκε τη νίκη. 400 Δέφτερος πίσω του έτρεχε ο καστανός Μενέλας. Τότε έκραξε ο Αντίλοχος στο γονικό ζεβγάρι «Ομπρός κι' εσείς στα τέσσερα με δρασκελιές μεγάλες!

Μα αφού παντού κατέβηκαν στον κάμπο, εμάς τη νύχτα η Αθηνά οχ τον Έλυμπο γοργή ήρθε μας μηνήτρα 715 ν' αρματωθούμε, κι' άθελους δεν έμασέ μας γύρω, όλοι είμαστε ανυπόμονοι να βγούμε στο κοντάρι, Μα εμένα να οπλιστώ ο Νηλιάς δε μ' άφινε, και τ' άτια μούκρυψε, τι είπε από σφαγές πως δε σκαμπάζω ακόμα.

Και πάει ο Αφτομέδος κι' εφτύς τον Ξάνθο στο ζυγό και τον Ψαρύ του ζέβει, τα πιλαλά άτια, που μαζί πετούσαν με τ' αγέρια, που με το Ζέφυρο άνεμο τάχε μια λάμια κάνει, 150 η Λεφκοπόδα, ενώβοσκε μια μέρα στο λιβάδι κοντά στο ρέμα τ' Ωκιανού.

Και πρώτος του Λαέρτη ο γιος τον είδε και τον δείχνει «Νά σ' τον, Διομήδη, ο βασιλιάς, και να σου το ζεβγάρι που μας μολόγαε ο Δόλονας πριν τα τινάξει ο σκύλος. Μον έλα σφίξ' τα δόντια σου κι' ομπρός! Ντροπής να στέκεις με τ' άρματα έτσι ανόφελα, μον λύνε το ζεβγάρι· 480 ή εσύ μαχαίρωνε, κι' εγώ βάζω στο χέρι τ' άτια

Άλλος λεν άντρας είτανε ο ξακουστός γονιός μου, ο Ηρακλής, πούχε άτρομη καρδιά σαν το λιοντάρι, πούρθε για τ' άτια μια φορά εδώ του Λαομέδου 640 μ' έξη καράβια μοναχά και μετρητούς νομάτους, κι' όμως το κάστρο κούρσεψε κι' ερήμωσε τις στράτες. Μα εσύ, κι' εσύ είσαι ανάψυχος, ανάξιος κι' ο στρατός σου.

Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει· έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι 485 μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα. Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι 503 στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.

Έτσι όμορφες, έλεγες, πως είταν καμωμένες γι αρχοντικά κουπέ, για βασιλικά άτια, να τις διαβαίνη απαλά ξαπλωμένη σε μεταξωτά προσκέφαλα, βουτηγμένη σε ηλιοτροπίου ανάλαφρη μυρουδιά, κομψή Αθηναία, μέσα στην τριανταφυλλένια δύση.

Εγώ όμως δε θα παραβγώ με τ' άπιαστα άλογά μου, τι τέτιο χάσανε αμαξά στον κόσμο ξακουσμένο, 280 κατάκαλο, που πάντα αφτός τις χαίτες τους περέχαε λάδι ξανθό, αφού τάπλαινε μες στο καθάριο ρέμα. Αφτόνε τ' άτια μου ποθούν, και με σκυμένο χάμου στέκουν κεφάλι και τη γης αγγίζει η πλούσια χαίτη. Όμως ζωστείτε οι άλλοι σας να τρέξτε εδώ, όπιος έχει 285 φαριά γερά και του βαστάει το σφηνωμένο αμάξι

Γιατί απ' το σόϊ που χάρισε του Κρόνου ο γιος στον Τρώα 265 για του παιδιού του πλερωμή, του Γανυμήδη, τι είταν τα πιο περίφημα άλογα σ' ανατολή και δύση, λεν έκλεψε απ' το σόϊ αφτό ο βασιλιάς Αχίσης, στ' άτια φοράδες βάζοντας κρυφά απ' το Λαομέδο.

Μον έλα πια ας ποδίσουμε με τ' άτια, και μην τρέχεις ομπρός έτσι ασυλλόγιστα και τη ζωή μού χάσεις250 Τότες τον τήραξε λοξά και τούκανε ο Διομήδης «Μην αναφέρνεις καν φεβγιό, τι μον τα λόγια χάνεις!