Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Γεμάτο τόρα το φεγγάρι έχυνε τους ασημένιους ποταμούς του μες το πέλαγο. Εσπίθιζε μπρος την πλώρη της καμαρωτής βαρκούλας μας, χαριτωμένα έπαιζε μες τα αργυρά ταβλάκια που άφινε πίσω η πρύμη μας. Εφώτιζε, εστεφάνωνε ταιριαστά και τα ψαρά μαλιά ταχτένιστα, τα μαδημένα γένια του Καπτάν- Μιχάλη μας, που ανεμίζονταν στης νύχτας την ανάλαφρη φρεσκάδα.

Καμμιά εικοσαριά λαμπρά αστέρια φεγγοβολούσαν σκορπισμένα στην αγκαλιά του, σα χρυσά καρφιά, το φεγγάρι έλαμπε αχνό, απλόνοντας στα ήσυχα νερά της λίμνης ένα τεράστιο αργυρό χέλι. Ολίγες ανθισμένες μυγδαλιές τρυγύρω σκορπούσαν στο κρύο αεράκι της βραδιάς ανάλαφρη μυρουδιά από πικρομύγδαλο.

Είχαμε ρθει εδώ από το ίδιο μονοπάτι, ναποχαιρετίσουμε ένα ωραίο καλοκαίρι. Κ' η Έλσα έβγαλε από το φόρεμά της μια μαύρη καρφίτσα και την έμπηξε στον κορμό ενός ελάτου. — Να δούμε αν θα είναι δω όταν ξαναέρθουμε είπε. Η ανάμνηση αυτή σκίρτησε μέσα στην ψυχή μου και με μελαγχόλησε. Άξαφνα είδα τη γυναίκα μου να τρέχη μ' ανάλαφρη κραυγή σ' ένα μικρό έλατο.

Άπειρο είνε το θανατικό που τοιμάζει, κι άπειρη αγάπη χρειάζεται. Σήκω και πάρε της αληθινής της αγάπης το μαύρο το δρόμο. Στεφ. Αλήθεια είταν ή όνειρο; Πρόσωπο της Αρετούλας, μα στάση, φορέματα, στεφάνι, σαν της Αγιά Μαρίνας την εικόνα, εκεί στο ξωκκλήσι. Φωνή γυναικήσια με λόγια Θεού. Λόγια που τονέ σκορπίσανε σαν ανάλαφρη μούχλα τον πόνο μου.

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ω μάγισσα που μιαν αυγή στα μάτια σου πεθαίνει, στον έρμον τόπο ηχώ παλιά, ηχώ γλυκεία αναστένει το πεθαμένο γέλιο σου που βούισε σα μελίσσι και θρόησε ανάσα ανάλαφρη τα νιόβλαστα τα φύλλα.

Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της, σαν καιάμενου λιβανιού καπνός.

Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της σαν καιάμενου λιβανιού καπνός.

Εκεί που η Πλάση λες και λούζεται κάθε ταχυνή και λαμπροφοριέται θεοφώτεινη, ολοκάθαρη και παρθένα, που μήτε κουρέλλι μήτε παλιόχαρτο πολιτισμού δεν βλέπει απάνω στ' ασπρογάλαζα τα χαλίκια που στρώνονται στην ακρογιαλιά, εκεί που στα πρώτα του χρόνια ο γέρος μας έπαιζε μ' ανάλαφρη καρδιά και μ' αξέννοιαστο νου, εκεί ξαναβρέθηκε τώρα καταδαμασμένος από του χρόνου τακαταπόνετο χέρι, σκυφτός, ζαρωματιασμένος, βουλιασμένα τα μάτια του, τα χέρια τρεμάμενα.

Έτσι όμορφες, έλεγες, πως είταν καμωμένες γι αρχοντικά κουπέ, για βασιλικά άτια, να τις διαβαίνη απαλά ξαπλωμένη σε μεταξωτά προσκέφαλα, βουτηγμένη σε ηλιοτροπίου ανάλαφρη μυρουδιά, κομψή Αθηναία, μέσα στην τριανταφυλλένια δύση.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν