United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήρθε η βασίλισσα του Σαβά, που είχε ακούσει να τα εξιστορούν όλα αυτά μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου, και ζήλευε, επειδή κι εκείνη ήταν πλούσια και ήθελε να δει ποιος ήταν πλουσιότερος. Οι γυναίκες έχουν περιέργεια…Ένας από τους βοσκούς, που τον είχαν ελκύσει οι ιστορίες του τυφλού, πλησίασε στο υπόστεγο τρέχοντας σκυφτός για να μην βραχεί. Οι σύντροφοί του τον μιμήθηκαν.

Τι ήθελες να γίνη λοιπόν; Καθώς ήτανε σκυφτός στο μώλο, απάνω στο αρμίδι του, θα τον πήρε ο ύπνος, θάγυρε το κορμί του μπροστά και θάπεσε στη θάλασσα. Ψυχή στο μώλο δεν ήτανε τέτοια ώρα. Κάτι άλλα γεροντάκια που ψαρεύανε πάντα μαζί τον, του κάνανε παρέα κάμποση ώρα κ' ύστερα φεύγανε. Αυτός πάντα έμενε τελευταίος, Αυτά τα ήξερε όλο το νησί κι' απ' την ανάκριση, που έγινε, βεβαιωθήκατε.

Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων. — Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους.

Ούτε απόκρηα, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα του Χάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Κ' ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του Χριστού. Βράδυ-βράδυ κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ' τα δεμένα χέρια του, περπατούσε τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος.

Ζύγωσα κι' άρχισα να μαζεύω ροκανίδια. Καθώς ήμουνα σκυφτός, συλλογιζόμουνα μοναχός μου κ' έκλαιγε η καρδιά μου. Πού κατάντησα, έλεγα. Στο κτήμα του πατέρα μου μαθές, στα καλά, τα πατρογονικά μου μέσα, να μαζεύω ροκανίδια σαν το ζητιάνο. Βουρκώσανε και τα μάτια μου και τρέχανε. Άξαφνα νοιώθω μια κλωτσιά στον ώμο μου. Κυλίστηκα χάμω. — Γιατί με κλωτσάς, Μαστρο-Βαγγέλη; του λέω.

Δεν τα νοιώθει, καθώς μήτε το λυγερό του κορμί δεν το καλονοιώθει πως είνε άγαλμα κάποτες. Όσο για το Δημήτρη, ακόμα χειρότερα. Διάβαινε απ' ανάμεσα από τις ομορφιές εκείνες σκυφτός, στραβομουριασμένος, αγριοβλέμματος, βουρκόλακας μονάχος. Γύριζε κάποτε τα θολωμένα του μάτια και κοίταζε κατά τις ελιές. Μια φορά, λίγα βήματα πρι να μπη σπίτι του, κοντοστάθηκε.

Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο. Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγοραγρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς. — Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.

Εκεί που η Πλάση λες και λούζεται κάθε ταχυνή και λαμπροφοριέται θεοφώτεινη, ολοκάθαρη και παρθένα, που μήτε κουρέλλι μήτε παλιόχαρτο πολιτισμού δεν βλέπει απάνω στ' ασπρογάλαζα τα χαλίκια που στρώνονται στην ακρογιαλιά, εκεί που στα πρώτα του χρόνια ο γέρος μας έπαιζε μ' ανάλαφρη καρδιά και μ' αξέννοιαστο νου, εκεί ξαναβρέθηκε τώρα καταδαμασμένος από του χρόνου τακαταπόνετο χέρι, σκυφτός, ζαρωματιασμένος, βουλιασμένα τα μάτια του, τα χέρια τρεμάμενα.

Η γριά, αυτό τουλάχιστον δεν σου το είπε. Τώρα όμως πρέπει να το σκεφτείς σοβαρά. Πρέπει να το βγάλεις από το μυαλό της θείας σου αυτό το σαράκι, καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;» «Τι μπορώ να κάνω εγώείπε τελικά το Τζατσίντο και σαν να τον ξανακυρίεψε η παλιά του θλίψη. Σκυφτός μες στη σκιά κοίταζε τη γη στα πόδια του και έβλεπε μια μαύρη άβυσσο. «Τι μπορείς να κάνεις; Το ξέρεις, σου το είπα.

Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!