United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παπάς ήτανε κι' αυτός χλωμός, χαλασμένος, συλλογισμένος, παίζοντας ανήσυχα το κομπολόγι του, ένα μακρύ κομπολόγι από εληοκούκουτσα του Όρους των Ελαιών, χάρισμα του φίλου του του Μελαχροινού, που έφθανε ως το πάτωμα. Απ' τη βραδειά που είχε πάει να κοινωνήση τον πεθερό του Αλυφαντή, ο παπάς έπεσε στα ρούχα. Δυνατή θέρμη τον τάραξε, όλη τη νύχτα, είδε κ' έπαθε να συνεφέρη.

Ούτε απόκρηα, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα του Χάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Κ' ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του Χριστού. Βράδυ-βράδυ κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ' τα δεμένα χέρια του, περπατούσε τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος.

Ο παπάς, μη θέλοντας ν' ανακατέψη πλειότερο τη χολή της καρδιάς της, ακούμπησε κι' αυτός στο προσκέφαλο κι' άρχιζε να παίζη το κομπολόγι του «τικ-τακ, τικ-τακ... » κ' η Μαριανθούλα έγειρε στην αγκαλιά της γριάς με τα μαγουλα κατακόκκινα από την επιρροή της μεγάλης φωτιάς.

Μ' αυτό την αμαρτίαν Των ιδικών μου των χειλιών την σβύνουν τα 'δικά σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μένειτα χείλη μου λοιπόν το κρίμα που επήραν. ΡΩΜΑΙΟΣ Το κρίμ' από τα χείλη μου; Το μάλλωμα μ' ευφραίνει. Δος μου το 'πίσω το λοιπόν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Φιλείς 'σαν κομπολόγι . ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία, η μητέρα σου να σου 'μιλήση θέλει. ΡΩΜΑΙΟΣ Ποια είναι η μητέρα της; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλόν μου παλλικάρι, είν' η κυρία του σπιτιού.

Δύο βήματα μπροστά τους γνώρισα τον ηγούμενο, πόστεκε ορθός, τυλιγμένος μ' ένα μαύρο σάλι, με το κομπολόγι στα χέρια, σοβαρός, αυστηρός, χωρίς το χαμόγελό του αυτή τη φορά. Τα χείλη του και τα πυκνά του γένεια αναδεύουνταν, κάτι έλεε. Δεν άκουα τίποτε, αλλ' η φωνή του σε λίγο έγινε δυνατώτερη. — Αυτό που κάματε, παιδιά μου, είνε μεγάλη αμαρτία...

Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται νάμπω αθώρητος, και θα κάμης καλά να με συνοδέψης. Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέλεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαρειά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρη στα φτερά του και να πετάξη δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περιστέρια στον ηλιακό.

Κάτω φυκοστρωμένος ο βυθός άνοιγε πλατύς και μαλθακός στο βλέμμα του. Εδώ ακαλύφες βαθυγάλαζες έβγαιναν από την αμμουδιά σαν ολόκλειστα άνθη πορτοκαλιάς· άλλες ανοιχτές σαν κούπες και σαν αρχαία κύπελα· μερικές σαν κρίνα μεγάλα και άλλες έφευγαν ανεξάρτητες ψηλά, κρεμώντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τα γεννητικά τους μόρια.

Κι άλλο δεν μπορούμε ναποκριθούμε παρά πως είναι πάντα γραμμένο νανεβαίνουνε στον ουρανό μερικές ψυχές για ν' ανοίγουνε μάτι και να βλέπουνε φως εκείνες που μένουνε στη γης. Έτσι έγινε ως τώρα στον κόσμο. Α βρη τρόπο η Αγιωσύνη Σου να το φυτεύη ταθάνατο δέντρο χωρίς αιματοπότισμα, μα το άγιο αυτό κομπολόγι, θα γίνη μεγαλύτερος κι από τον Προμηθέα που μας κατέβασε τη φωτιά.

Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας: — Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που νάχης την ευχή του Θεού. Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.

Οι μπουκάλες έρχουνταν γεμάτες κ' έφευγαν αδειανές, η κουβέντα δεν κόβουνταν, ο ηγούμενος χαμογελούσε ακουμπώντας στην έδρα του, και παίζοντας το κομπολόγι του, και η κοσμική ζωή, έρριχνε μέσα στην καλογερική εκείνη τραπεζαρία ένα πιστότατο αντίλαλο, που παραξενεύουνταν κανείς, πώς οι καλόγεροι ήξεραν τόσα πράμματα της ημέρας, όσα δε θα μάθαινε κανείς διαβάζοντας μια αθηναϊκή εφημερίδα.