United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες εκεί ο Μηριόνης τράβηξε πίσω στη στιγμή του δοξαριού την κόρδα870 μα τη σαΐτα του έτοιμη την είχε για να ρήξεικι' εκεί ψηλά στα σύγνεφα σαν είδε την τρυγόνα 874 πούφερνε κύκλους, τη βαράει στη μέση ενώ πετούσε 875 με τις φτερούγες ανοιχτές. Και γλήγορα η ψυχή της 880 της ήβγε μέσα απ' το κορμί, Κι' έπεσε πέρα αλάργα. Κι' όλος τριγύρω εκεί ο στρατός θωρούσε σαστισμένος.

Δε χόρταινε να το δηγάται το ξακουστό εκείνο τερτίπι· πώς τους περίμενε μ' ανοιχτές αγκάλες ο Καπετάν Πασάς, θαρρώντας τους για δικούς του, πώς τους κατάλαβε άμα πήρε φωτιά ένα δίκροτο και σε λιγάκι τινάχτηκε, και με πόση πρεμούρα έκοβε τις αλυσσίδες να φύγη κατά την Πόλη. Κ' είχε δεν είχε, το γύριζε πάλι στον Κωσταντίνο.

Η φωτιά έκαιγε γλυκάγλυκά, κι' έπεφταν από τον δαυλοστάτη κόκκινα και χοντρά τα κάρβουνα, το τραπέζι στέκονταν μαραμένο με τες μελωμένες τηγανίτες, με την απλάδα γεμάτη κουλάστρα και με τη γαβάθα γεμάτη κόττα βραστή, η θύρα κι' η οξώθυρα είταν ανοιχτές πέρα-πέρα για τη χρονιάρα την ημέρα και τη δεσποτική τη γιορτή, και για τον ξενιτεμένο του σπιτιού.

Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.

Λιάρες ανοιχτές-ανοιχτές, λιάρες ντιπ φλώρες, λιάρες σκουρότερες, λιάρες πιο σκούρες που ανατριχιάζεις να τις βλέπης. Ύστερα άνοστες, ξεκιτρινισμένες, σχεδόν κόκκινες, μα όχι κόκκινες, ένα είδος τρίχα από κόκκινο άλογοκατάλαβες; — ύστερα μαύρες ανοιχτές, μαύρες σκουρότερες, και μαύρες τέλος φονσέ! Καπότα φονσέ! Χα...χα... χα!... Και τι είδος σχήματα ύστερα!

Στο διάβα τους από τη Νίσιβη στην Αντιόχεια κρατούσαν πάλι οι Λεγεώνες το Λάβαρο, καθώς στου Κωσταντίνου τους χρόνους. Μονομιάς ακύρωσε τα προστάγματα του Ιουλιανού και κήρυξε νόμιμη θρησκεία του βασιλείου τη Χριστιανική. Μ' ανοιχτές λοιπόν αγκάλες τον αποδέχουνταν οι Χριστιανοί του υπήκοοι απ' όπου διάβαινε.

Η Δηλαρά τότες από την χαράν της, α ακριβέ μου Κουλούφ, εφώναξε με ανοιχτές τες αγκάλες, έλα να λάβης τον μισθόν της σταθερότητός σου, που ευχαριστήθης να κακοπάθης παρά να παραιτήσης την Δηλαράν· μα αλλοί εις εμέ, που δεν είμαι ήσυχη στοχαζομένη το τι έχουν να σου κάμουν εκείνοι οι βάρβαροι αύριον.