United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Παβλής την αγαπούσε χρόνια και χρόνια· δεν τολμούσε να τη ζητήση, γιατί είτανε φτωχός και δεν ήθελαν οι γονιοί της. Σε μας είναι, βλέπεις, πάντα οι ίδιες ιστορίες. Όταν έμαθε πως παντρέβεται, δεν ξαναφάνηκε πια στο σπίτι. Ο δύστυχος, μοναχός του πονούσε και δέρνουνταν, και κανενός δεν έδειχνε το βάσανό του.

Με τον αρρεβωνιαστικό σου! Πού τον ηύρες τον αρρεβωνιαστικό εσύ; — Πώς πού τον ηύρα; Τάχα δεν τον ξέρεις του λόγου σου; Τον ξέρεις. — Εγώ; — Ναι, του λόγου σου. Μ' αφού τον έχεις μέσ' στη σάλα! Στη σάλα! Η κυρία Μαχαλά πήγε να ξεφωνήση. Ποτέ δε φανταζότανε πως η Ασημίνα θα τολμούσε να μπάση, τον αρρεβωνιαστικό στη σάλα της. Στην κουζίνα, ναι· μα στη σάλα! Τέτοια αυθάδεια δεν την περίμενε.

Η μητέρα του τονέ φοβέριζε συχνά πως θα τον δείρη, μα και συχνά βεβαίωνε και μένα πως είταν άξια να ξεσκίση εκείνον που θα τολμούσε ναγγίξη με το χέρι του τον Σβεν.

Ο Βέρθερος ετέντωνε προς αυτήν τα χέρια, δεν τολμούσε να την εμποδίση. Ήταν ξαπλωμένος κατά γης με το κεφάλι επάνω στον καναπέ και έμεινε σ' αυτή τη θέση περισσότερο από μισή ώρα, έως ότου ένας θόρυβος τον έφερε στον εαυτό του. Ήταν η υπηρέτρια, που ήρθε να στρώση το τραπέζι.

Και, συχνά, πολυάριθμα πουλιά, τραβηγμένα από τη φωνή του, κελαδούσαν απάνω στα κλαδιά της καλύβας, με το λαιμό φουσκωμένο, τα τραγούδια τους, — μέσα στο φως. Οι εραστές έπαψαν πεια να γυρίζουν εδώ κ' εκεί μέσα στο δάσος. Γιατί κανείς από τους βαρώνους δεν τολμούσε να τους κυνηγήση. Εγνώριζαν ότι ο Τριστάνος θα τους κρεμούσε στα κλαδιά των δέντρων.

Όλα πήγαιναν καλά, και όμως κάποια ανησυχία τον τυραννούσε∙ κάτι ακόμη ήθελε να πει αλλά δεν τολμούσε.

Φωνάζουνε λοιπόν τον άγιο τους τον Ντεντέ να τη διαβάση και να τη γιατρέψη. Τη βλέπει ο Ντεντές και λέει πως αυτή γιατρεμό δεν έχει, γιατί κρατάει Τίμιο Ξύλο απάνω της, που θα τη φυλάη μισοζώντανη ώσπου να γυρίση σπίτι της. Αυτός δεν τολμούσε να ταγγίξη το Τίμιο Ξύλο, κ' είπε και τους άλλους να μην ταγγίξουνε, γιατί θα γίνουνε σκόνη εκεί που στέκουν.

Μερόνυχτα κλεισμένος στο δωμάτιό του ξεφύλλιζε τα προγονικά κειμήλια και άναβε σαν το σίδερο στη φωτιά. Οι άνθρωποι που μνημονεύονταν εκεί μέσα, οι άθλοι που τραγουδιόνταν, του θάμπωσαν λίγολίγο το νου. Τον έκαμαν να ξεχάση τα νωπά κατορθώματα του πατέρα του και τον ίδιον τον πατέρα του. Μόλις που τολμούσε να μολογήση πως ήτανε γιος του.

Ιστορικό περιβόλι. Τη βλέπεις εκείνη τη Τζιτζιφιά; Στον καιρό μου οι κοπέλλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους είταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε νάβγη έξω μ' όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του.

Δεν τους αντιγράφω όλους· είναι ακόμη τριάντα έξη στίχοι με το ίδιο ύφος. Η γλώσσα η δική μας τέτοια ποίηση δεν ξέρει και δε θα τη μάθη στη ζωή της. Όχι μόνο δε θα μπορούσε, μα μήτε θα τολμούσε αφτός ο ποιητής να μιλήση έτσι στην εθνική τη γλώσσα. Δε θα τον άφιναν τα κλέφτικα τα τραγούδια, θα θύμωναν τα λέφτερα τα βουνά.