Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Ήμην νέος κ' εγέρασα, που δεν έπαψαν να ψάχουν για γρόσια, στο Έρμο Κάστρο, και στην Παναγιά την Ντομάν, και στ' Αχειλά το ρέμμα, και σε κάθε ξωκκλήσι, και σε κάθε βράχο, και σε κάθε σπηλιά, και στα Πέντ' Αδέρφια, και στην Καμμένη Πέτρα, και στο Κακόρρεμμα.

Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε στην κάμαρή του. — Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο. Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα.

Έπαψαν τη φιλονεικία τους και τον κύτταξαν με ψυχοπόνια. — Δεν το ξέρετε; τον ρώτησε ο Περαχώρας, μαντεύοντας την αγωνία του· πώς δεν το ξέρετε ; — Θάρρος, φίλε μου, θάρρος! του φώναξε ο Γκενεβέζος. Είνε για σας ζήτημα ζωής. Για σας και για τους απογόνους σας. — Συλλογισθήτε, είπε αργά και σοβαρά ο Περαχώρας, πως είνε ο μοναδικός κρίκος που σας δένει με τους προγόνους σας.

Άλλοι έτρεξαν κ' εστήλωσαν τα κεφάλια τους στα χοντρά κάγκελα του παραθυριού κατά τη σκάλα, να ιδούν όξω τι τρέχει. Όταν έπαψαν τα πατήματα απόξω, εφάνηκε ανάμεσα από το σιδερόφραχτο φεγγίτη της πόρτας του Αρχιφύλακα η λιοκαημένη μορφή, κάτου από το βυσινοκόκινο φέσι του. — Εδώ, Σκοπέ! έκαμε βροντερή κι άγρια του Κυρ-Λοχία η φωνή, μπρος την πόρτα.

Σένα γράμμα, που της έλεγα πως έμαθα την αρρώστεια της, έγραφα πως λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά της «να φανώ γιατρός στον πόνο της», ως λέει κη μαντινάδα. Το Βαγγελιό αναστέναξε και μαποκρίθηκε με άλλη μαντινάδα: Ο πόνος μου 'ν' αγιάτρευτος, μάνε στο πόδι πάνω· Μια μέρα που θα περπατώ θα πέσω ναποθάνω. Κατόπιν άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της δεν έπαψαν έως ότου τελείωσαν τα γράμματα.

Όχι μόνον σφυρί στ' αμώνι αλλά και μαχαίρι στην καρδιά! Έπαψαν τόρα οι δισταγμοί. Δεν θα καταντήση αυτός ανάμπαιγμα μέσα στους σφουγγαράδες! Ως τόσο τον έντυναν οι άλλοι σαν γαμπρό. Σαν γαμπρό και μαζί σαν λείψανο. Ζωντανός έμπαινε· μα ποιος ξεύρει αν θα έβγαινε και ζωντανός; Ο βουτηχτής παίζει πασέτα τη ζωή του. Το γνωρίζουν όλοι· το καλογνωρίζει και πρώτος αυτός.

Έπαψαν τα τραγούδια και τα όργανα. Βγήκαν ξοπίσω στους φαντάρους οι πιο περίεργοι, να μάθουν. Ο Γιάνης μέσα, φοβισμένος μη λάχη και κοπή και χαλάση στη μέση η διασκέδαση για το τίποτα, και «δε βγάλουμε και μεις το πετρέλαιο», καθησύχαζε τον ταραγμένον τον κόσμο·Τίποτ' αδερφέ! Μπιτ τίποτε! Εκουβάλησαν μια σκάλα, ακούς, να μου σπάσουν τα τζάμια. Βέβαια! Έχομε τα μπόλικα καπτάλια, βλέπεις!

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ξαίρω κ' εγώ πολύ καλά, κυρία μου, τι θέλετε να 'πήτε και ξαίρω επίσης και πόσο καλή είστε σε μένα· μα οι συμβουλές σας πιθανόν να μην είνε τόσο εύκολο να εκτελεσθούν. ΜΠΕΛΙΝΑ Τα φρόνιμα και ηθικά κορίτσια όπως είσαι συ έπαψαν πλέον, φαίνεται, να υποτάσσωνται στη θέλησι του πατέρα των. Αυτό το συνήθιζαν άλλοτε.

Και, συχνά, πολυάριθμα πουλιά, τραβηγμένα από τη φωνή του, κελαδούσαν απάνω στα κλαδιά της καλύβας, με το λαιμό φουσκωμένο, τα τραγούδια τους, — μέσα στο φως. Οι εραστές έπαψαν πεια να γυρίζουν εδώ κ' εκεί μέσα στο δάσος. Γιατί κανείς από τους βαρώνους δεν τολμούσε να τους κυνηγήση. Εγνώριζαν ότι ο Τριστάνος θα τους κρεμούσε στα κλαδιά των δέντρων.

Ο ντον Πρέντου έτρεξε να φωνάξει την ντόνα Έστερ. Θυμήθηκε τα λόγια της γριάς: «ο Τσουαναντόνι θα έρθει να σας κάνει σερενάτα» και ένα πονεμένο ουρλιαχτό βγήκε από τα χλωμά της χείλη: ήταν φωνές, βογγητά, θρήνος που ανακατεύονταν με τις νότες του ακορντεόν και με το τραγούδι του αγοριού, όπως το αγκομαχητό ενός λαβωμένου στο δάσος ανακατεμένο με τις τρίλιες ενός αηδονιού. Ξαφνικά όμως όλα έπαψαν.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν