United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νέα πατήματα βαριά και γοργοκίνητα τόρα ακούστηκαν πάλι πάνου στη σαπισμένη σκαλωσιά από της σκοπιάς το μέρος, και νέος χτύπος βαρύς του γκρα, που τον κατέβασε ο έβζωνας μπρος την πόρτα μας, έσεισαν όλη την ξεχαρβάλωτην ταράτσα απόξω. Η μορφή του Σκοπού εζωγραφήθηκε κι αφτή τόρα στην πόρτα μας μπροστά, ανάμεσα από το δίχτι του σιδερόπλεχτου φεγγίτη, κάτου από την ανεμισμένη φούντα του φεσιού του.

Της άγκιξε τη χνουδωτήν τραχηλιά, και της είπε χαδεφτά «μη λάχη κ' έχεις στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;», και τούπε ο Γέρο-Ντούντουνας «φάτε μάτια, ψάρια, Κυρ- Λοχία μ'». Ανέβηκε πεταχτή, σαν πέρδικα, τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , κ' ήρθε κ' εκόλλησε το ροδοκόκινο προσωπάκι της όξω, στο σιδερόπλεχτο φεγγίτη του Ένα , που καρτερούσε με λαχτάρα ο άμοιρος ο Βεργής απομέσα.

Επάτησε τέλος στη σκάλα, έκλεισαν καλά τον φεγγίτη και ο Πέτρος Ραφαλιάς αγνώριστος, ασούσουμος, ξένος από τον αέρα και τον κόσμο των ανθρώπων, άπλωσεν απάνω στα νερά σαν ν' άπλωνε στα βαμπάκια. Μια επάφλασεν η θάλασσα, βάραθρον άνοιξε και ο βουτηχτής ευρέθηκε μολύβι στον πάτο.

Και συγχρόνως χωρίς να συμβουλευθή τας δύο κόρας, έβαλεν αγρίαν φωνήν: — Μωρέ, τι κόσμος είν' εδώ; Στοιχειά ήρθαν απόξου, να μας φοβερίξουν; Ξορκίζω σε, Σατανά ... Δος μου το τουφέκι να ρίξω. Άνοιξε το παράθυρο, ψηλά, ψηλά, απ' τον φεγγίτη εκεί!.. Η θεατρική αύτη κραυγή έσχε το αποτέλεσμά της. Πρώτος ο δημοδιδάσκαλος έδωκε το σημείον της αποχωρήσεως.

Επέρασε το χέρι του τάσαρκο μες από το δίχτυ του φεγγίτη, κ' έπιασε της γυναίκας του το παχουλό χεράκι απόξω. Της τράβηξε τα χέρι καταμέσα τόσο, που ακούμπησαν στα βαριά σίδερα της πόρτας τα χυμερά κι αφράτα της στήθια· το ροδοκόκινο προσωπάκι της, ξαναμένο, εκόλλησε πάνω στα δίχτυ του φεγγίτη.

Καλοκαίρι καιρός π' άναβε το χώμα, και σε λίγο ο μύλος πήρε λαμπάδα, φούντωσε ο καπνός, έτριξαν τα ξύλα και γκρεμίζουνταν οι τοίχοι από δω κι από κει. Ο Λιάκος αγάλι αγάλια απ' το δοκάρι τράβηξε στον τοίχο, έκατσε κοντά στο φεγγίτη. Τον έπνιγε η φωτιά, ο καπνός, μα σώθηκε. Όντας άρχισε να κατακάθεται η φωτιά, ζύγωσαν οι Τούρκοι. Κάνουν έτσι και τον βλέπουν ζωντανό, σκύλιασαν. Ίσα να τον σκοτώσουν.

Έσφιξε τη γροθιά του μανιασμένος κατά το φεγγίτη. Σαν είδε που δεν ήταν απόξω ο Καναβιός, εμούγκριξε σα δαμάλι·Κατ' ανέμου, παλιόλεπρα! κ' εχώθηκε στο βάθος του δωματίου ντροπιασμένος. . Ο Τ Ε Μ

Επέρασε μες από το φεγγίτη της πόρτας τα δώρα πούχε φέρει του καλού της ένα ένα. Έστησαν ύστερα ολόθερμην κουβέντα οι δυο τους, αγαπημένο αντρόγυνο· εκείνος μες από τα σίδερα χλωμός, κ' εκείνη ροδοκόκινη απόξω. Τούπε ότι εγένησε διπλάρια, «να της ζήσουνε!» η Βασίλενα· ο Τόλιας επαντρέφτη, ακούς· «μας άφησε πια χρόνους κ' η Θεια-ΣίγουρηΧιλιαδυό καινούρια άλλα, που διαφερόταν ο Βεργής.

Ο Βεργής απόμεινε δακρυσμένος πίσω απ' το φεγγίτη, να την καμαρώση την άμοιρή του γυναικούλα, που με κομένα γόνατα κατέβαινε τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , σφογκίζοντας με της άσπρης της τσεμπέρας την άκρη τα μάτια.

Άλλοι έτρεξαν κ' εστήλωσαν τα κεφάλια τους στα χοντρά κάγκελα του παραθυριού κατά τη σκάλα, να ιδούν όξω τι τρέχει. Όταν έπαψαν τα πατήματα απόξω, εφάνηκε ανάμεσα από το σιδερόφραχτο φεγγίτη της πόρτας του Αρχιφύλακα η λιοκαημένη μορφή, κάτου από το βυσινοκόκινο φέσι του. — Εδώ, Σκοπέ! έκαμε βροντερή κι άγρια του Κυρ-Λοχία η φωνή, μπρος την πόρτα.