United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν όταν χοίρο κυνηγούν σκυλιά και νιοι αντριωμένοι τριγύρω, και χοιμάει αφτός όξω απ' το πυκνολόγγι, 415 δόντια τροχίζοντας λεφκά μες στο γυρτό σαγώνι, και τρέχει εδώ και τρέχει εκεί, και των δοντιών του ο χτύπος αχεί, μα αφτοί τον καρτερούν κιας είναι τέτιο σκιάχτρο· τότε έτσι οι Τρώες ρήχτηκαν του θεϊκού Δυσσέα.

Κ' εκείνοι, έχοντας όλα μπόλικα από το άρπαγμα, επίνανε, χαροκοπούσαν, εκάνανε γιορτή σαν να είχανε νικήσει. Μα όταν έπεφτε η μέρα κ' η διασκέδαση έπαυεν εξαιτίας της νύχτας, άξαφνα όλη η γις εφάνηκε πως έλαμπε κι ακουότανε χτύπος τρομερός κουπιώνε, σαν ναρχότανε καταπάνω τους μεγάλη αρμάδα.

Τ' άρεσε τώρα να μένη σ' αυτήν τη θέση και να κλωθογυρίζη στο νου του την ίδια σκέψη. Άρχιζαν να τον τέρπουν τα μελαγχολικά συναισθήματα. Το πείραγμα και τ' αφόρμισμα της πληγής του, του προξενούσε πόνο και σύγκαιρα ευχαρίστηση. Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκε χτύπος δυνατός στην πόρτα, σα νάπεσε κορμί τρεχάτο απάνω της. Αμέσως έπειτ' άρχισαν χτυπήματα πεισματικά κι ανυπόμονα.

Γιατί πίσω του ακολουθάει πάντα, όπως πίσω από την πατρική κατάρα το ξεθεμέλιωμα της γενεάς, ένας χτύπος κρύος που θυμίζει αμέσως το χώμα και το νεκροκρέβατο. Και νάτος! αντήχησεν ο αναθεματισμένος χτύπος κ' αισθάνθηκα το καράβι να σπαράζη σύσκαρο, σαν να το έπιασαν σπασμοί. Πηδάω στην πλώρη.

Καθένα με το διάβολό του. Εμένα η γρηά μου δε ήξερε τέτοια πράμματα. Απ' ταυτί και στο δάσκαλο. Καλή της ώρα! — Έτσι που λες, γέρο. Ωστόσο έδωκε ο Θεός και ήρθε η ευλογημένη μέρα. Όταν έπεσε, που λες, στην αγκαλιά μου, έτριβα τα μάτια μου. «Εσύ 'σαι, μωρέ Δημητρό, που απόλαψες τέτοια δόξαΔεν πίστευα και μοναχός μου. Ανοίξανε τα επουράνια... Ένας χτύπος δυνατός ετράνταξε την πόρτα.

Τοσο που παντού διωγμένοι Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διό αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε, Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· Μια φορά καν ας χαθούμε.

Ωστόσο δεν αποφάσιζε να φύγει, περιμένοντας την Γκριζέντα και όταν δεν ήταν στο σπίτι ο Τζατσίντο κατέβαινε το σοκάκι, καθόταν στο φρύδι της κοιλάδας και κατασκόπευε το λευκό δρόμο στους πρόποδες του Βουνού. Ο ρυθμικός χτύπος του Μύλου τον συγκινούσε, σχεδόν τον τρόμαζε. Του φαινόταν σαν χτύπος καρδιάς, μιας καινούργιας καρδιάς που έκανε να ξανανιώσει η άγρια, η αρχαία γη.

Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα 325 ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι.

Με πλατειά βήματα δρασκελώντας το κατάστρωμα έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα, χωρίς να σημαδέψη την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε μα τίποτ' άλλο. Ο κόκορας έπεσε αλλά δεν έπιασε το καψούλι. Επαγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά· όλα ανάποδα επήγαιναν σήμερα! Καλά το είπε ο καπετάν Κρεμύδας: Τι στο καράβι ή στο σπίτι μεγάλο κακό θε να γένη!...