United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα, 290 μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.

Πάγωσε ο Αίας κι' έκραξε παρέκει τ' αδερφού του «Τέφκρο μου, πάει πια χάσαμε το μπιστεμένο φίλο, το γιο του Μάστορα, που εμείς σαν ήρθε απ' το νησί του πατέρα λες τον είχαμε στον πύργο μας. Να, τώρα του Έχτορα τον σκότωσε η χέρα η μεστωμένη. 440 Μα πούναι τώρα οι φτερωτές σαΐτες σου, αδερφέ μου, και το δοξάρι σου που ο γιος σου χάρισε του Δία

Τότες πια αλήθια θάβλεπες, Μενέλα, του θανάτου το τέλος απ' του Έχτορα τη σταλωμένη χέρα, 105 τι είταν ανότερος πολύ, αν ίσως κι' οι αρχόντοι των Αχαιών δεν τρέχανε να σε βαστάξουν πίσω.

Είπε, κι' η χέρα του η βαριά τινάζει το κοντάρι, 590 που δίχως λάθος το κανί τού βρήκε εκεί στο γόνα. Και γύρω το νιομέταλλο αντήχησε τουσλούκι φριχτά· όμως τ' όπλο αντιπηδάει πίσω ξανά με δίχως βλάβη καμιά, τι αμπόδιζαν τα δώρα του Ηφαίστου.

Τότε οι θεοί χειρότερα πιο ακόμα των παθών τους τον τάραχο ίσως πάθαιναν απ' τους θυμούς του Δία, μόνε από φόβο η Αθηνά, όλοι οι θεοί μην πάθουν, όξω χοιμά οχ το πρόσπιτο κι' αφίνει το θρονί της, κι' έτρεξε αμέσως τούβγαλε τα κράνο απ' το κεφάλι 125 και την ασπίδα απ' το κορμί, και τ' άσπαστο κοντάρι του τ' άρπαξε απ' τη χέρα του και τόστησε στην κόχη.

ΑΣΤ. Και πού ς' το διάολο είν' αυτό το Κύσαμο; ΚΡΗΣ. Έπα δα στην Κρήτη. ΑΣΤ. Και δε λες π' ούσαι Κρητικός ν' άμπ' ο διάολος μέσα σου; και ποιος μουρέ σε χτύπησε; ΚΡΗΣ. Ένας λιάπης. ΑΣΤ. Και π' ούν' εκείνος ο λιάπης; ΚΡΗΣ. Δεν τον κατέχω το σκυλάπιστο· πούρησε. ΑΣΤ. Και πού μουρέ, πού σε βάρεσε; ΚΡΗΣ. Στη χέρα δεδίμ, ω φέρετε με δα τον ξαγορευτή να με ξαγουρέψη να ξεμυστέψω

Το πρόσωπον της ψεγαδιάστρας δεν είχε την ημέραν εκείνην την συνήθη σκωπτικήν έκφρασιν. — Μανωλιό, του είπε, θέλω να φιλήσω τη χέρα πούσπασε εψές την κεφαλή του Σαμπρή. Μα να φύγης, παιδί μου, να φύγης, γιατ' ήμαθα πως σε γυρεύγουν οι ζαπτιέδες. Να φύγης γλίγωρα! Ο Μανώλης εταράχθη, αλλ' έπειτα είπε με πείσμα: — Ας με ζυγώνουνε. Δεν πάω ποθές. Και εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Μα κι' ο Μενέλας έτρεμε το ίδιογιατί ο ύπνος 25 και τα δικά του βλέφαρα δεν τάγγιζεμην πάθουν οι Δαναοί, που χάρη του πολύ γιαλό περνώντας ήρθαν στην Τρία, πρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν. Πρώτα στην πλάτη τη φαρδιά παρδαλακιό με βούλες ρήχνει, και στο κεφάλι του σηκώνει το χαλκένιο 30 γερό του κράνος και φοράει, και παίρνει το κοντάρι στη σταλωμένη χέρα του.

Αφτός τότε έβγαλε πικρή σαΐτα οχ τη φαρέτρα και στη χορδή τη ζύγωσε· μα ενώ τραβούσε πίσω, στον ώμο ο Έχτορας σιμά, όπου χωρίζει η κλείδα λαιμό και στήθια κι' η πληγή είναι βαριά, εκεί πέρα 325 ενώ τον σκόπεβε, τ' αδρύ τού κάθισε κοτρώνι, κι' έσπασε ο χτύπος τη χορδή. Και του μουδιάζει η χέρα στη ρίζα, και στα γόνατα γκρεμίζεται και μένει, κι' όξω απ' το χέρι τούπεσε το λυγιστό δοξάρι.

Μα σ' όλο το ύστερο εσύ μούδε το Θωμά, μούδε το Στρατή θα στεφανωθής. Εσύ την Πηγή θα πάρης, απού 'ν' ένα κομμάτι μάλαμα η καϋμένη και θα πας να κάτσης στο σπιτάκι σου και μούδ' οχλούς, μούδ' ανακατώματα. — Να πούμε και τάλλο· το χατήρι του θα του κάμης εσύ, παιδί μου, είπεν η Ρηγινιώ, να παραιτήσης την Πηγή, για να τήνε δώση του Τερερέ; Στο πείσμα του και συ πρέπει να μη σύρης χέρα, να σκάση!