United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μίαν εσπέραν, λησμονήσας, επήρε τον δρόμον του Αγίου Αντωνίου κατά την επιστροφήν, και διελθών από τα σκοτεινόν πηγάδι του Αχειλά και περάσας τα επτά ρεύματα, γεμάτα νερό, έφθασεν εις τον πευκώνα τον μεγάλον, και αίφνης αντίκρυσε μακρόθεν την πορτίτσα του Αγιαντώνη. Έκαμε τον σταυρόν του από ευλάβειαν, αλλ' εταράχθη.

Τόσον εταράχθη, ώστε χωρίς να το εννοήση εισήλθεν εις την οδόν η οποία διήρχετο προ της οικίας του Θωμά. Έτος ολόκληρον είχε να περάση από τον δρόμον εκείνον.

ΟΡΑΤΙΟΣ Ναι, κ' εταράχθη ωσάν κριματισμένο πλάσματο μήνυμα της καταδίκης· λέγουν ότι ο πετεινός, που σαλπιστής της αυγής είναι, τον θεόν της ημέρας εξυπνά μ' εκείνον τον λάρυγγα, 'πού τόσον σέρνει ψιλόν ήχον, καιτην κραυγήν του κάθε πνεύμα, όπου και αν ήναι, 'ς το πέλαγο ή 'ς το πυρ, 'ς την γην ή 'ς τον αέρα, άστατο ενώ πλανάται, βιαστικά γυρίζειτα σύνορά του , και του λόγου μαρτυρίαν ελάβαμεν εμείς εις ό,τι τώρα εφάνη.

Και έβλεπεν η γραία επάνω εις την καπνοδόχον τάχα, επαναλαμβάνουσα. — Πάει το κρέας! Ο Νικολάκης εταράχθη κατ' αρχάς εκ του αιφνιδίου τούτου επεισοδίου, βλέπων προς την καπνοδόχον και ετοιμαζόμενος να εγερθή και προλάβη τον κλέπτην.

Εταράχθη με ένα τριγμόν υπόκωφον και σκληρόν, όμοιον με εκείνον που προσείλκυσε την προσοχήν του βασιλέως και των συμβούλων την στιγμήν κατά την οποίαν η Τριπέττα εδέχθη εις το πρόσωπον το περιεχόμενον του κυπέλλου του. Αλλ' αυτήν την φοράν δεν υπήρχε τρόπος να ερωτήση τις από που προήρχετο ο θόρυβος αυτός.

Ο Σκούντας τω είπε·Μία κόρη είνε εδώ άρρωστη. Άνοιξε μας να έμβωμεν, διότι μας επήρε βροχή. — Τι κάθεσαι και μου λες; είπεν ο Τρέκλας. Ποιος είσαι; Κάπως γνωρίζω την φωνήν σου. Ο Σκούντας εταράχθη. Τω εφάνη ότι και αυτός τον ανεγνώριζε. — Στάσου νανάψω φως, είπεν ο Τρέκλας. — Μην ανάπτης, σε παρακαλώ, είπεν ο Σκούντας.

Μετ' ολίγον ήλθε μία γυναίκα εκ του συγγενολογίου, η οποία ανήγγειλεν ότι η χήρα η Ζερβούδαινα είχε παραφρονήση και καθ' όλην την ημέραν επανελάμβανε μίαν φράσιν: «Ντα δε σαρέσω 'γώ;» — Μπρε την κακομοίρα! είπεν ο Σαϊτονικολής. Μα τώχε κι' από πρώτα μια ολιά. Ο Μανώλης εταράχθη, το μεν εκ λύπης, διότι συνησθάνετο ότι είχε συντελέση εις την συμφοράν εκείνην, το δ' εκ φόβου.

Για πού; ηρώτησεν ο Στάθης απορών διά την αιφνιδίαν αυτήν εξέγερσιν της γυναικός του. — Πααίνω με τα γαλιά. — Κι' αν σουρίξη το φίδι; Η λυγερή εταράχθη εις την ανάμνησιν εκείνην, τόσον απροσδοκήτως και ασκόπως ριφθείσαν παρά του ανδρός της. Ησθάνθη αίφνης κάτι συσφίγγον την καρδίαν εις τα στήθη της, ως να εσταμάτησε διά μιας η κυκλοφορία του αίματος.

Η μήτηρ μου έθηκε τον δάκτυλον επί των χειλέων, και μοι ένευσεν εν ονόματι του Θεού να σιωπήσω! Η γραία Οθωμανίς, ήτις έκυπτε την καταβεβλημένην αυτής κεφαλήν μετ' απεριγράπτου θλίψεως, δεν εσήκωσε τους οφθαλμούς αυτής, αλλ’ εταράχθη σπασμωδικώς εις το όνομα του τέκνου της. Έπειτα συνελθούσα: — Μη χαλάς την όρεξί σου, Σουλτάνε μου, είπε, προσπαθούσα επί ματαίω να μειδιάση. — Δεν είναι τίποτε.

Το πρόσωπον της ψεγαδιάστρας δεν είχε την ημέραν εκείνην την συνήθη σκωπτικήν έκφρασιν. — Μανωλιό, του είπε, θέλω να φιλήσω τη χέρα πούσπασε εψές την κεφαλή του Σαμπρή. Μα να φύγης, παιδί μου, να φύγης, γιατ' ήμαθα πως σε γυρεύγουν οι ζαπτιέδες. Να φύγης γλίγωρα! Ο Μανώλης εταράχθη, αλλ' έπειτα είπε με πείσμα: — Ας με ζυγώνουνε. Δεν πάω ποθές. Και εξηκολούθησε τον δρόμον του.