Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Τοιαύτη ήτο η τότε κατάστασις των πλείστων εν Ευρώπη π α ρ θ ε ν ο τ ρ ο φ ε ί ω ν, άτινα παρθενοφθορεία ωνόμαζεν ο Άγιος Πέτρος Δαμιανός. Ο ήλιος λησμονήσας, ως συμβαίνει πολλάκις εν Προβιγγία, ότι ήτο ακόμη χειμών, εθέρμαινε μεσουρανών τας πλάκας της αυλής του Μοναστηρίου, ότε επαρουσιάσθησαν προ της εισόδου αυτού οι δύο οδοιπόροι.

Μακρόθεν παρουσίαζε θέαν ισοσκελούς τριγώνου, ου αι πλευραί κατεκαλύπτοντο υπό ούλων θάμνων ερίκης και σχοίνου και τίνων αγριελαιών, αίτινες προς την κορυφήν ήσαν πυκναί ως τι δασύλλιον. Λησμονήσας προς ποίον μέρος είχεν αφήσει την λέμβον, απεφάσισε να επανέλθη, εκ της αυτής ακτής, κ' υπέστρεφε λοιπόν ως μονήρης αλκυών, αναπηδών τους θαλασσωμένους σκοπέλους.

Και λησμονήσας την χαράν της σωτηρίας του από την φιλαργυρίαν του προσεπάθει άνευ ορέξεως να ωθήση προς τον λάρυγγά του το ψυχρόν τυρίον, επαναλαμβάνων ενίοτε μετά στεναγμών ως επιτάφιον εγκώμιον, αισθανόμενος εγγύς του το άρρητον άρωμα του χοιριδίου: — Κρίματο γουρνόπουλο!

Αλλά λησμονήσας εκουσίως τι περιέμενον παρ' αυτού, ήρχισεν από του Αχαιμένους την πατρικήν γενεαλογίαν του Κύρου, φθάσας δε εις τούτον, απηρίθμησε πόσα καλά έπραξεν ο Κύρος εις τους Πέρσας.

Ανέπνευσεν ευρυστέρνως. Εκινήθη ως να ήθελε να γυρίση οπίσω λησμονήσας πού επήγαινε. — Κάτι τι σαν σαγανάκι, έλεγε μόνος του έπειτα, μου παρουσιάσθη. Έτσι ενώ και η βάρκα πηγαίνει καλά και ελεύθερα, παρουσιάζεται έξαφνα τα σαγανάκι, ορμητικόν και άτακτον αέρος ρεύμα παροδικόν, και κλίνει η βάρκα αντιθέτως και σύρεται το ιστίον προς τα κάτω και κάμνει η βάρκα ως να θέλη να γυρίση πίσω.

Λησμονήσας τας παρεκτροπάς αυτής εξ ελέους προς τα βάσανα της διέταξα την υπηρέτριαν να κάμη ό,τι ημπορεί διά να την σώση. Αληθές είνε ότι προ τινων ημερών είχα όρεξιν να τουφεκίσω την μοιχαλίδα,αλλ' εις ταύτα δεν υπάρχει αντίφασις καμμία.

Ο Γιωργής της Θασίτσας σιωπηλός, συλλογισμένος, ως άνθρωπος λησμονήσας πού έχωσε τον θησαυρόν του, επλήρωσε δυο ποτήρια μέχρι στεφάνης από την αφαίρεσίν του, τα οποία, καθώς τα είχεν εκεί κοντά, τα ερρόφησεν ο καπετάν-Παρμάκης και τα δύο, αφαιρεθείς και αυτός εκ συμπαθείας: — Εσείς, μωρέ παιδί μου, μόνο τσίπουρο ξέρετε να πίνετε εδώ, μωρέ Γεωργή μου! Αυτά έχουν αι τρικυμίαι της ξηράς!

Ακούσας την απόκρισιν ταύτην ο Αστυάγης ώπλισεν όλους τους Μήδους, και ως να τον ετύφλωσαν οι θεοί διώρισε στρατηγόν αυτών τον Άρπαγον, λησμονήσας όσα είχε πράξει προς αυτόν. Εις την πρώτην συμπλοκήν με τους Πέρσας, Μήδοι τινες, οίτινες δεν ήσαν μεμυημένοι εις την συνωμοσίαν, επολέμησαν, άλλοι δε ηυτομόλησαν προς τους Πέρσας, οι περισσότεροι όμως εδειλίασαν και ετράπησαν εις φυγήν.

— Ω, αχ, έκαμεν ο Μάχτος. — Διά μίαν αδελφήν; επανέλαβεν ο φρουρός. — Ναι, δι' αδελφήν, είπεν ο Μάχτος. — Σε λυπούμαι, φίλε μου, είπεν ο φρουρός. Και εκινήθη όπως απομακρυνθή. Ο Μάχτος τον εκράτησεν εκ της χειρίδος του χιτώνος. — Στάσου, είπε. — Τι θέλεις; — Ειξεύρεις πού θα την πάγουν; ηρώτησεν ο Μάχτος, λησμονήσας ότι την αυτήν ερώτησιν απηύθυνεν αρτίως ο φρουρός προς αυτόν.

Αλλά την επιούσαν ο χωρικός, λησμονήσας και τον ξένον, και τας προφητείας, και τας υποσχέσεις του, ητοιμάζετο να μεταβή εις τον ναόν του χωρίου, όπως βαπτίση το βρέφος του. Εξαίφνης όμως η Αυτοκρατορική φρουρά παρουσιάζεται ενώπιον της καλύβης, και μετ' ολίγον ο Αυτοκράτωρ Ιβάν μετά λαμπράς συνοδείας εμφανίζεται, ζητών παρά του εκπεπληγμένου χωρικού το βρέφος διά να βαπτίση αυτό.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν