United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσκέφθη όμως ότι δεν θα ήτο και πολύ μακράν, αφού τα πράγματά του ήσαν εκεί και ήλπιζε μετ' ολίγον, όταν η θερμότης του ηλίου θα ηύξανε να προσέλθη ούτος υπό την σκιάν της καλύβας. Άλλως τε εκεί είχεν αφήσει τον άρτον του και βεβαίως, αν όχι διά τίποτε άλλο, θα ήρχετο τουλάχιστον μέχρι του δειλινού διά να φάγη. Η λυγερή δεν είχε καμμίαν ανάγκην ν' απομακρυνθή.

Και αυτός ο Αντωνέλλος είχε γείνη, θαρρείς, νεώτερος. Έφθασεν εις το νησάκι, προσωρμίσθησαν εις μίαν αμμουδιάν και ώρμησαν όλαι, ωσάν άτακτα παιδιά και ανυπότακτα, ανά δύο, ανά τρεις, εις τους βράχους. Ο Αντωνέλλος, αφού ετοποθέτησε καταλλήλως τα κουπιά και έσυρε ολίγον έξω την βάρκαν, απομακρύνθη τελευταίος. Τι ευμορφιά ήτο εκείνη τριγύρω!

— Ω, αχ, έκαμεν ο Μάχτος. — Διά μίαν αδελφήν; επανέλαβεν ο φρουρός. — Ναι, δι' αδελφήν, είπεν ο Μάχτος. — Σε λυπούμαι, φίλε μου, είπεν ο φρουρός. Και εκινήθη όπως απομακρυνθή. Ο Μάχτος τον εκράτησεν εκ της χειρίδος του χιτώνος. — Στάσου, είπε. — Τι θέλεις; — Ειξεύρεις πού θα την πάγουν; ηρώτησεν ο Μάχτος, λησμονήσας ότι την αυτήν ερώτησιν απηύθυνεν αρτίως ο φρουρός προς αυτόν.

Ή την προσεχή Λαμπρήν ή ποτέ· και πάλιν κατά το Πάσχα δεν θα ετελείτο ο γάμος, αλλ' ο επίσημος αρραβών, τον οποίον θα επηκολούθει ο γάμος μετά δύο μήνας. Τότε πάλιν εσκέφθη ο Μανώλης να φύγη εις τα βουνά και να κόψη πάσαν σχέσιν με τους ανθρώπους. Αλλά δεν εβράδυνε να εννοήση ότι του ήτο αδύνατον πλέον ν' απομακρυνθή από το χωριό. Ήτο δεσμώτης.

Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργάκαι οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις. Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη. Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν.

Αλλ' ο τόπος δεν ήτο κατάλληλος διά τοιαύτας φιλοφρονήσεις• διό κρεμάσας το φανάριον εις τον τράχηλον του όνου και επί των νώτων αυτού αναβάς μετά της Ιωάννας έσπευσε ν' απομακρυνθή των νεκρωσίμων εκείνων σκιών. Η Ιωάννα έχουσα ζώνην τους βραχίονας και στήριγμα τα στήθη του καλού Φρουμεντίου ανέπνεε μετ' απεριγράπτου αγαλλιάσεως τον αέρα των αγρών.

Και αποσυρθείσα προς τον παρακείμενον ξηρότοιχον, ήρπασε μεγάλην πέτραν και την ανύψωσεν απειλητικώς: — Δε σούπανε, μωρέ ασκημάνθρωπε, να μη μου ξαναμιλήσης; Γκρεμίσου απ' ομπρός μου να μη σου κάμω την κεφαλή σου ρόκα! Αλλ' ο Μανώλης, αντί ν' απομακρυνθή, έκλινε την κεφαλήν και είπε με πραότητα: — Δος μου, Μαρούλι. Εγώ, και να με σκοτώσουνε τα χεράκια σου τάσπρα, δε θα πονέσω.

Τι θα καταντήση στο μέλλον; Δίχως άλλο θα περάση τη θάλασσα για να ζητήση περιπέτειες και να προσφέρη της άπιστες υπηρεσίες του σε κάποιον μακρυνό ΒασιλέαΌχι! Ο Τριστάνος δεν είχε τη δύναμι να φύγη. Όταν πέρασε την τάφρο και της γέφυρες του ανακτορικού πύργου, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε ν' απομακρυνθή περισσότερο.

Εάν δε ο πλησιέστερος συγγενής δεν καταγγέλλη τον δράστην, τότε μετατοπίζεται το μίασμα εις αυτόν, διότι ο παθών στρέφει εναντίον του το πάθος του, όστις δε επιθυμεί ημπορεί να τον καταγγείλη και να του επιβάλλη να απομακρυνθή εκ της πατρίδος του πέντε έτη συμφώνως με τον νόμον.

Όταν τελειώσουν τας συζητήσεις των περί του ξένου αρχίζουν και περί αυτών των ιδίων· ο πριν σύντροφος γίνεται μόλις απομακρυνθή της ομηγύρεως κέντρον της κακολογίας των άλλων. Δεν ήτο λοιπόν δυνατόν ούτοι να σεβασθούν και να τηρήσουν μυστικόν το πάθημα του Δημήτρη.