United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κόρη είνε Χριστιανή, αυθέντα, ανέκραξεν ο Έλλην. — Σκέψου, Χίλων, δεν είσαι ανόητος. — Ειξεύρομεν ότι κατηγόρησαν την Πομπωνίαν, ότι είναι προσήλυτος των χριστιανικών δεισιδαιμονιών, αλλ' ηξεύρομεν προσέτι, ότι το οικογενειακόν δικαστήριον την απέπλυνεν από της κατηγορίας ταύτης, την οποίαν συ επαναλαμβάνεις τώρα, ως φαίνεται.

Όχι μόνον απέτρεψα τον κίνδυνον από τον Πλαύτιον και την Πομπωνίαν, αλλά τον απεσόβησα και από ημάς τους δύο και από την Λίγειαν αυτήν, την οποίαν δεν θα καταδιώξουν· υπέβαλα την ιδέαν εις αυτόν τον ξανθοπώγωνα πίθηκον να αναχωρήση διά το Άντιον και εκείθεν διά την Νεάπολιν και τας Βαΐας.

Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί των Αούλων; Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της Λιγείας. — Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος.

Όχι την Πομπωνίαν, δυστυχώς! — Ποίαν λοιπόν; — Αν την εγνώριζον! . . . Αλλά δεν γνωρίζω καν ακριβώς το όνομά της: Λίγεια ή Γαλλίνα; Την ονομάζουν Λίγειαν διότι κατάγεται εκ της χώρας των Λιγείων, αλλά το βαρβαρικόν της όνομα είναι Γαλλίνα. Τι παράδοξος οικία αυτή του Πλαυτίου . . . Είναι πλήρης κόσμου και όμως έχει σιγήν ως τα άλση του Σουβιάκου. Επί δέκα ημέρας ηγνόουν ότι κατώκει εκεί μία θεά.

Η Λίγεια ησθάνθη ότι, εν μέσω του πλήθους και εντός του παλατίου εκείνου ήτο ο μόνος άνθρωπος όστις ήτο γνωστότερος προς αυτήν και ήρχισε να τον ερωτά δι' όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δι' αυτήν ήσαν ακατάληπτα και φοβερά. Πόθεν ήξευρεν ότι θα την εύρισκεν εις την οικίαν του Καίσαρος; Διατί αύτη ευρίσκετο εδώ; Διατί ο Καίσαρ την είχεν αρπάσει από την Πομπωνίαν; Εδώ όλα την ετρόμαζον.

Δεν είναι δούλη, αλλ' αποτελεί μέλος της οικογενείας του Πλαυτίου· και επειδή είναι κόρη έρημος, δικαιούται κανείς να την θεωρήση ως αδέσποτον, και ο Πλαύτιος δύναται να σου την παραχωρήση αν θέλη. — Φαίνεται ως να μη γνωρίζης την Πομπωνίαν Γραικίναν. Αμφότεροι άλλως τε την αγαπούν ως να ήτο τέκνον των.

Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία! Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν; — Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν. — Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.

— Η θρησκεία των είναι θρησκεία παραγγέλλουσα την συγγνώμην, είπεν ο Βινίκιος. Συνήντησα την Πομπωνίαν εις την οικίαν της Ακτής και μου είπεν: «Ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον που μας έκαμες!». — Πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ο Θεός των είναι ένας δικαστής πολύ επιεικής. Λοιπόν ας σε συγχωρήση, και ως σημείον συγχωρήσεως, ας αποδώση την κόρην.

Θα ήμην ευτυχής, απήντησε, να την ίδω και μακρόθεν ακόμη, αλλά δεν δύναμαι πλέον να επιστρέψω πλησίον της. — Διατί; ηρώτησε μετ' εκπλήξεως ο Βινίκιος. — Ημείς οι χριστιανοί, μανθάνομεν διά της Ακτής τι γίνεται εις το Παλατίνον. Ολίγας ημέρας μετά την φυγήν μου, ο Καίσαρ είχε καλέσει τον Άουλον και την Πομπωνίαν και τους ηπείλησε νομίζων ότι ούτοι με είχον βοηθήσει να φύγω.

Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον βραδέως εις τας παρειάς της. — Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους επανίδω πλέον ποτέ. Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και πατήρ της.