United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΡΥΣ. Διά να υποθέσωμεν ότι περιπλανάται πλησίον του ποταμού και το αρπάζει ένας κροκόδειλος, ο οποίος έπειτα σου υπόσχεται να σου το αποδώση εάν του είπης τι ακριβώς σκέπτεται, να σου δώση ή να μη σου δώση το παιδί. Λοιπόν τι θα πης ότι σκέπτεται; ΑΓΟΡ. Δύσκολη απάντηση μου ζητάς. Δεν γνωρίζω τι να πω διά να σώσω το παιδί μου.

Θεαίτητος. Είμαι συμφωνότατος. Ξένος. Και βεβαίως την διαλεκτικήν μέθοδον δεν θα την αποδώσης εις άλλον, καθώς νομίζω, παρά εις τον εξασκούντα την φιλοσοφίαν καθαρώς και δικαίως. Θεαίτητος. Πώς είναι δυνατόν να την αποδώση κανείς εις κανένα άλλον; Ξένος.

Ταύτα εγώ και χθες συλλογιζόμενος, επειδή με παρεκαλείτε να εκθέσω την ουσίαν της πολιτείας, με προθυμίαν σας ευχαρίστησα, διότι εγνώριζον ότι την συνέχειαν των συλλογισμών ουδείς άλλος θα ήτο ικανώτερος υμών, εάν θελήσητε, να αποδώση.

Ο Οτάνης, μάρτυς της καταστροφής ταύτης, ενθυμήθη τας διαταγάς τας οποίας τω έδωκεν ο Δαρείος αποστέλλων αυτόν, να μη φονεύση κανένα, να μη δουλώση κανένα και να αποδώση την νήσον εις τον Συλοσώντα αβλαβή· τας ενθυμήθη και συγχρόνως τας ελησμόνησε· διέταξε λοιπόν τον στρατόν να φονεύση πάντα ον ήθελε συλλάβει, άνδρα ή παιδίον.

ΜΠΟΝΦΟΥΑ Τι μπορείτε να κάνετε; Μπορείτε πολύ καλά να εκλέξετε ένα στενόν φίλον της κυρίας σας και ν' αφήσετε σ' αυτόν διά της διαθήκης σας και με όλους τους νομίμους τύπους όσο ποσόν θέλετε και ο φίλος αυτός κατόπιν να της αποδώση όλο το ποσόν.

Εάν δε είναι δούλος, εάν μεν καταδώση, είναι πολύ ορθόν να γίνη ελεύθερος και να αποδώση η πόλις το αντίτιμόν του εις τον κύριόν του· εάν δε δεν καταδώση, ας τιμωρηθή διά θανάτου. Κατόπιν δε από αυτόν είναι καλόν να ακολουθήση και διά τα μικρά και διά τα μεγάλα είς και ο αυτός νόμος, ο εξής.

Όταν δε έτυχεν ο βασιλεύς να ανοίξη το οίκημα, ηπόρησεν ιδών ότι έλειπον χρήματα από τα αγγεία, και δεν ήξευρεν εις ποίον να αποδώση το πράγμα, καθότι αι σφραγίδες ήσαν ανέπαφοι και η θύρα κεκλεισμένη. Οι κλέπται ήλθον ως και πρότερον· ο είς εξ αυτών εισήλθεν, επλησίασεν αγγείον τι, και αίφνης συνελήφθη εις την παγίδα.

Είτε εις αμέλειαν αποδώση την έλλειψιν, είτε μαντεύση την αληθινήν της αιτίαν και εδώ πικρόν μειδίαμα διέστειλε τα χείλη του αμηχανούντος ποιητού, το αποτέλεσμα θα ήνε τραγικόν . . . Φαντάζομαι τον γελοίον εκείνον Τριφίλην, τι μεγαλοπρεπές δώρον θα της στείλη! . . . Και εγώ . . . Τοιαύτα τινά και άλλα όμοια εσκέπτετο γράφων ο Μιμίκος, μέχρις ου έφθασεν εις την λέξιν ενθύμημα, οπού και εσταμάτησε.

Πρώτον λοιπόν πρόσεξε εις το εξής: Άραγε ημπορεί κανείς να αποδώση την εικόνα του ανδρός εις τον άνδρα και της γυναικός εις την γυναίκα, και ούτω καθ' εξής; Κρατύλος. Πολύ μάλιστα. Σωκράτης. Και πάλιν δεν ημπορεί αντιστρόφως να αποδώση την εικόνα του ανδρός εις την γυναίκα και την εικόνα της γυναικός εις τον άνδρα; Κρατύλος. Γίνεται και αυτό. Σωκράτης.

Εις ποίον άλλον λόγον ν' αποδώση κανείς αυτό το ερύθημα, την παράδοξον λάμψιν του συμπαθητικού βλέμματός της, το εξαιρετικόν ταραχώδες ανεβοκατέβασμα του κόλπου τούτου, το δυνατόν σφίξιμον του τρέμοντος χεριού της, το οποίον, ενώ ο Μεντόνι επιστρέφει εις το ανάκτορον, συναντά κατά τύχην το χέρι του ξένου;