United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έρχεται πάλι φέρνοντας το καπέλλο και το παλτό του Φιντή. Ο Φιντής αρπάζει το καπέλλο και το φορεί. Ο υπερέτης τόνε βοηθά να φορέση και το παλτό του. Η Γιαγιά τόση ώρα στέκεται σα βυθισμένη. Που πας; που πας; Όχι, δεν πρέπει να φύγης. Έχεις υποχρέωση να καθήσης. . . Από αυτό που θέλεις να κάμης, μαντεύω πως δεν είσαι αθώος από το δυστύχημα που συνέβηκε στο εργοστάσιο.

Δεν άφηκε η ψυχή του Άλλο σημάδι οπίσω της παράταχνό το στόμα, Σα μιαν αχτίδα φεγγαριούτο μάρμαρο του τάφου, Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένοτου γέροντα ταρματωλού τα κάτασπρα τα γένεια. Σπρώχνειτη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης, Κι' αρπάζει το δισάκκι του! 'Σ τη μια μεριά φορτόνει Το κρίθινό του το ψωμί, 'ς την άλλη ματωμένο Το λείψανό του τακριβό.

ΕΡΜ. Και όμως δεν δύνασαι να φαντασθής πόσον πράγματικώς είνε γελοία, Χάρων, και μάλιστα η μεγάλη σημασία την οποίαν αποδίδουν εις τα πράγματα και αι ελπίδες υπό των οποίων κατέχονται καθ' ον χρόνον επέρχεται και τους αρπάζει ο θάνατος.

Και μόλις μας είδεν εις αυτήν την κατάστασιν ο Ευθύδημος, διά να μας δώση ακόμη μεγαλυτέραν ιδέαν της σοφίας του, αρπάζει πάλιν τον νέον και τον ερωτά, δίδων, όπως οι γυμνασμένοι χορευταί, άλλην στροφήν εις την ιδίαν ερώτησιν: — Ειπέ μας λοιπόν τώρα, εκείνοι που μανθάνουν, μανθάνουν όσα γνωρίζουν ή όσα δεν γνωρίζουν;

Το γνοιάστηκαν η άλλαις, Και γίνοντ' άφανταις με μιας και μένει η ερωτεμμένη. Χρυσώνεται η ανατολή . . . . να και λαλεί τ' ορνίθι .... Στέκει ο Γιαννούλας . . . αγκαλιά και τη Νεράιδ' αρπάζει Και τήνε φέρειτο χωριό....................... Τέσσαρα χρόνια πέρασαν χαριτωμένο ταίρι. Κι' εβλάστησε απ' το γάμο τους πεντάμορφο αγγελούδι . . . . Μ' άλλαξε κι' όλας ο καιρός.

Βουτάει μες τα νερά τ' Αργύρη η μάνα κι αρπάζει με χαρά του γιου της το λαμπριάτικο δώρο. Το σήκωσε στην αγκαλιά της και τόσφιγκε τόσφιγκε, λες κ' ήταν ο Αργύρης της μέσα. Ήταν βαριό τόρα το δώρο, γιατ' ήταν λαμπριάτικο πια. Τόσφιγκε τόσφιγκε ανηφορίζοντας τη ραχούλα-ανάπλαγα κατά το χωριό.

Είχε κορώση πιο το ζεύκι, όταν άξαφνα ο παππά Συνέσιος σηκώνεται, αρπάζει από το χέρι τον Άνθιμο, τον τραβά κατόπι του και παγαίνει και καθίζει δίπλα σε μια χωριανή, νέα χήρα, δροσερή και αφράτη· τον καλόγερο τον κάθισε δίπλα του· αυτός ήταν στενοχωρεμένος, μα δεν ήθελε να το δείξη.

Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο πελώριο, Γολιάθ σωστόν και αυτός, μικρός Δαυίδ γυρεύει να παλαίψη μαζί του, να τον καταβάλη, έχοντας πεποίθησι στο πείσμα που τον κάνει εφτάψυχον. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από τη μέση και τον βροντά χάμου, σαν καρπούζι. Τον βρίζει· και καταλαβαίνει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή και να τον πνίγη.

Και μετ' ολίγην ώραν παρετήρησαν μακράν και είδον εις εκείνες τις πεδιάδες ωσάν ένα σκοτεινόν καπνόν, ήγουν ωσάν ένα σύγνεφον από κονιορτόν που το σηκώνει ο άνεμος και όταν επλησίασεν εις αυτούς με μεγάλην βοήν και ταραχήν, άνοιξε το σύγνεφον και βγήκε το Τελώνιον και τρέχοντας αρπάζει τον Πραγματευτήν από το χέρι με το σπαθί ξεγυμνωμένον και του λέγει· σηκώσου· θέλω να σε αποκεφαλίσω καθώς εσύ εσκότωσες τον υιόν μου.

Δεν τάχασε όμως κι ολότελα, παρά παίρνει ποτήρι και λέει να πιούνε πρώτα στην υγειά της Σμαράγδας! Δος του τότες κάχλανα ο κυρ Μαυρουδής! Με πρόσωπο ολόπυρο από τα γκαρδιακά του τα γέλοια αρπάζει ποτήρι ο γέρος, και φωνάζει πως άμποτες νά τονε δη τον Παυλή και γαμπρό της Σμαράγδας του! Μύριες θωριές η Αμερισούδα!