Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Ο Ρένας δε μπόρεσε να κρατήσει το γέλιο του, και παραμερίζοντας τον κληρωτό έπιασε τη φανέλλα και το σαπούνι. — Το μαλλί είναι ίδιο, άρχισε να εξηγεί στον κληρωτό, με το γάιδαρο που καταλαβαίνει τον αγωγιάτη του για ατζαμή και πρωτόπειρο, και σταματά σε κάθε βήμα, σκύβει το κεφάλι του δεξιά κι' αριστερά στο δρόμο, αρπάζει το χορτάρι και το μασσά με την ησυχία του.
Είναι φοβερό ν’ ακούση κανείς, πως γίνεται αυτό το κηρί! Εκείνος, που έχει ανάγκη από τέτοιο κηρί, πηγαίνει και ξεκοιλιάζει έναν άνθρωπο, του αρπάζει την ξυγγοπάνα, που σκεπάζει τα εσωτικά του και φεύγει. Αλλά για να είναι χρήσιμη αυτή η ξυγγοπάνα, πρέπει ο άνθρωπος που την είχε, να είταν ζωντανός την ώρα, που ο φονιάς την τραβούσε από μέσα.
Και ο μεν Νεοπτόλεμος στέκεται απέναντι εις το άγαλμα και προσεύχεται, οι δε ωπλισμένοι με τα κοφτερά σπαθιά κρυφά κτυπούν τον δυστυχισμένου Νεοπτόλεμον. Εκείνος υποχωρεί, διότι δεν ήτο δυνατά κτυπημένος, αρπάζει τα όπλα που ήσαν κρεμασμένα εις τον τοίχον, και στέκεται εις τον βωμόν, γρήγορα ωπλισμένος πλέον.
Στην άκρη του κόσμου μου πήραν την κόρη μου, κ' έρχεται κι ο Χάρος και μου αρπάζει ταδέρφια της από την αγκαλιά μου, να μαρτυρήσω, ν' αγιάσω! Φτάνει πια τα μαρτύρια, σώνουν τα βάσανα. Θάματα, θάματα μου πρέπουνε τώρα.
Ως δυο ώρες όμως δρόμο από το Τουρκοχώρι του, καθώς κατέβαινε λόγγο βαθύ, απλώνει τη χέρα του ένας «Ζεϊμπέκης» κι αρπάζει το καπίστρι του αλόγου· του αντικρύζει πιστόλι άλλος, ψάχνει τα δισσάκκια του τρίτος, και σε λίγη ώρα μένει ο Τραντάφυλλος με τάλογο μονάχο και με το ρολόι του, που του τάφηκαν επειδής ένας τους έτυχε να τον καλογνωρίζη.
Του λέγει το Τελώνιον, δεν είναι πρόφασις αυτή και τον αρπάζει από το χέρι, τον ρίχνει εις την γην και σηκώνει το σπαθί να τον αποκεφαλίση.
Από το χτύπημα, εννοείται, κάτι αρπάζει κ' η δημοτική. Λέω πως χτυπάει τους δημοτικούς, και στον πατριωτισμό τους μάλιστα, μα καλά καλά δεν ξέρω ποιους θέλει να πη. Τον Εφταλιώτη και μένα, μας βάζει ομπρός στα γερά. Γράφει και τόνομά μας.
Κ' εκεί οπέκλαιε κ' εμοιρολογούσε, κάνει να ξεδιπλώση το πανί και βλέπει στο νερό ξαφνικό μεγάλο. Βλέπει να κατεβάζη το νερό τ' Αργύρη της τη φλογέρα. Βουτάει, χώνεται στα νερά σαν πάπια ως τη μέση, την αρπάζει με δάκρυα στα μάτια, την κολλάει στα χείλη της και τη φιλεί, τη φιλεί, τη φιλεί. Μα δεν ήξερε τι να στοχαστή κιόλα, και βάνει με νου της χίλιες δυο συφορές και κακά.
Εκείνος θύμωσε· αρπάζει τη μηλιά απ' το χέρι μου και μου δίνει μια σπρωξιά. Να, έτσι έπεσα και λερώθηκα... Μα τι στραβόκοσμος! τι στραβόκοσμος!.. — Τι ήθελες ν' ανακατωθής του λόγου σου, είπε ο Δημητράκης. — Γιατί, κύριε! τον ρώτησε ο Αριστόδημος με θυμό. Το μυαλό δεν τόχει κανείς μοναχά για τον εαυτό του· τόχει και για τους ξένους.
Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο . Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: — Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν