Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Ο Ρένας τον κύτταξε για να δει αν θα μπορούσε να τον καταλάβει και στα πιο απλά πράματα, και τον ρώτησε: — Θέλεις τίποτα; — Ναι. Πάμε κατά την κουζίνα. Την πληρωμή την τελειώσαμε χέρι- χέρι... Αμ τι νόμιζες!. Τώρα θα βαρέσει και το συσσίτιο. Τραβήξανε κατά την κουζίνα των ναυτών.

Οι ναυαγοί που περιμένανε τουλάχιστο συγχαρητήρια για το σωσμό τους, ζαρώσανε στη θέση τους. — Καλά που γίνηκε κ' αυτή η ιστορία με τη σύγκρουση και τον άνθρωπο στη θάλασσα, γιατί θα πνιγόμουνα από τη μονοτονία, σκέφτηκεν ο Ρένας.,, Όμως τώρα πώς μπορεί να περάσει κανένας την άλλη του ώρα ως το βράδυ; Άφισε τη θάλασσα και κύτταξε το απέναντι γνώριμό του βουνό με τα δένδρα.

Κι' ο Ρένας μονολόγησε: — Κανένας δε μπορεί τώρα να με γονατίσει.,,, Αχ και αν γέμιζεν η πλάση από καθαρά σώματα έφηβων και παρθένων που γυμνοί θα χορεύουνε την αιώνια νεότητα! Η άχνα του νερού σχημάτιζε στους τοίχους ζωγραφιές και κατακαθότανε στους φεγγίτες σε σταγόνες και κρύσταλλα. Μένανε κει για κάμποσο τυπωμένες. Τα δάχτυλα του Ρένα αγγίζανε τις ζωγραφιές.,,,,,

Ο σεβασμός του Ρένα για τη γαλήνη του σκοτεινού αυτού και μαλακού υγρού σηκώθηκεν άπειρος. Κι' ολόγυρα το σκοτάδι σημειωνότανε περισσότερο μελαγχολικό δείχνοντας τη ζωή που κοιμάται., Στο βάθος μια ξεφτισμένη κορδέλλα από φώτα όριζε, τη μακρυνή πολιτεία. Ο Ρένας τώρα για πρώτη φορά πρόσεξε.

Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας.

Ύστερα τα πιατίνα που θέλανε να σκεπάσουν όλη τη μουσική σαν καπάκι, και το τρίγωνο οξύ που έχωνε τη μύτη του απροσκάλεστο σε πείσμα όλης της συμφωνίας. Κι' ενώ οι νότες καλλιτεχνούσανε τον αέρα και τον αρωματίζανε με τη δική τους πνοή, ο Ρένας έβλεπε τα μαυρισμένα από το κάρβουνο πρόσωπα των ναυτών να κάνουνε ντροπή στον ήλιο, και τα ρούχα τους να δίνουνε περισσότερη ανυπόληψη στον εαυτό τους.

Κι' επειδή ήταν ένα ατέλειωτο φρρσς-φρρσς, μονολόγησε μ' έκπληξη: — Φ ρ ί σ σ ες τηγανίζει η θάλασσα! Ο σύντροφος του γραφέας ήρθε και πάλι κοντά του και του είπε: — Τεμπελιά λοιπόν και άγιος ο Θεός. Έτσι περνάμε μεις οι φυλακισμένοι. Ο Ρένας χωρίς να θυμώσει του απάντησε: — Ποτέ, κακομοίρη μου, δεν ήσουνε πιο κουτός από σήμερα.

Τι κάθεσαι έτσι μαζεμένος και περιμένεις; Τον ρώτησεν ο Ρένας. — Δε βρίσκω κουβά να πάρω νερό. Ολόγυρα οι ναύτες φωνάζανε, σπρωχνόντανε, τραβούσανε τους κουβάδες, μαζευόντανε γύρω στην τρούμπα. — Και βέβαια, πού να βρεις! έκανε με συμπάθειαν ο Ρένας. Πού αφίνουν τόσοι λύκοι δω πέρα.,, Έλα μαζί μου.

Από τ' άλλα πλοία σιγανότερες και μακρυνότερες φωνές σάλπιγγας φτάνανε κ' αυτές ως κει. — Κάθε σάλπισμα, είπεν ο Ρένας στο σύντροφό του γραφέα, προορίζεται για ορισμένη τάξη ναυτών. Στο καράβι μας χτυπάνε πληρωμή θερμαστών, στο διπλανό τους φωνάζει η σάλπιγγα για αγγαρία.. Η ψυχολογία κάθε σαλπίσματος είναι σύμφωνη με την έννοιά του.

Ολόγυρα, στα σφυρίγματα των καραβιών υπήρχε πολύς αυταρχισμός κι' αδικαιολόγητη βραχνάδα, κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι θα μπορούσανε να είχανε την ειρηνική φωνή της καμπάνας, τις νότες φυσαρμόνικας, ή πιο όμορφα, το βέλασμα μικρών προβάτων., Στο μεγάλο λίκνισμα του κύματος τα κουπιά χτυπούσανε σαν κακομαθημένα χείλια, κι' από τη θάλασσα που σχιζόταν από τις επιτήδειες πλώρες έβγαιναν ο βόγκος της αγωνίας και της αντίστασης.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν