United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της λείπουν τα χέρια, γιατί τα παιδιά της την αφίνουν και φεύγουν, και γιατί τα ελληνικά κεφάλαια μένουν τα περισσότερα νεκρά. Αν εξακολουθήσει να γίνεται αυτό, θάρθουνε σίγουρα, σήμερα αύριο, ξένοι να εκμεταλλευτούν τον τόπο μας. Κοιτάξετε, άρχισε να γίνεται αυτό που λέμε. Οι Γερμανοί με τα όλα τους, σαν ακρίδες, έπεσαν στη Μικρασία.

Κι' όμως όταν χαϊδεύονται από γυναίκες που κλάψανε πολύ, όταν κοιμώνται στα γόνατα των προδομένων απ' τη μοίρα, οι γάτοι αφίνουν την καμπύλη της ράχης των να γλυστρά με ηδονή κάτω απ' το χάδι της αδυναμίαςκι' ανάβει στο ηλεκτρικό τρίχωμά των η ηθική σπίθα! Η Μόσχω η Μοσκούλα ξύπνησε με τον Αυγερινό.

Η Αρσινόη ανέμενε τον σύζυγον υπερήφανος, φρίσσουσα, με πόθους νεονύμφου, πόθους όμως αγίους . . . Ησθάνετο και τώρα αγωνίαν, αλλ' ήτο αύτη αγωνία ευεργετική, αγωνία σώζουσα . . . ΎΠΝΟ δεν είχεν, κάμποσες νύχτες τώρα, η Σμαραγδούλα. Από κάτω από τα ωραία της μάτια είνε μια σειρά μελανή, της αγρύπνιας σημάδι. Θυμώνει με την αδιακρισία, την αυθάδεια των παλληκαριών που δεν την αφίνουν να κοιμηθή.

Αλλ' ακούω, μα τον Δία, και την μητέρα του Δαμασίου, η οποία κλαίει και μοιρολογεί με άλλας γυναίκας τον Δαμασίαν, Μόνον σε, ω Μένιππε, δεν κλαίει κανείς, αλλά σε αφίνουν μόνον και ήσυχον. ΜΕΝ. Όχι δα• μετ' ολίγον θ' ακούσης τα σκυλιά να κλαίουν συγκινητικώτατα δι' εμέ και τα κοράκια να κτυπούν τα πτερά των, όταν θα συναχθούν να με θάψουν. ΕΡΜ. Είσαι γενναίος, Μένιππε.

Δι' αυτό λοιπόν τους υποβάλλουν όλους μαζί εις την ιδίαν κόπωσιν και συγχρόνως τους αφίνουν να τρέξουν, και συγχρόνως τους σταματούν από το τρέξιμον και από την πάλην και από όλους τους σωματικούς κόπους. Νέος Σωκράτης. Έτσι είναι. Ξένος.

Τα πρόβατα και οι τράγοι αφίνουν τη βοσκή τους· κ' οι ορειάδες που τους αρέσει να σκαρφαλώνουν στις άφταστες κορφές των ολόισων βράχων κατεβαίνουν με τρεχάλα μακριά από το άσμα των ανεμόδαρτων πεύκων τους, ενώ οι δρυάδες σκύβουν από τα κλαδιά των δέντρων, που ανταμώνονται, και τα ποτάμια βουίζουν πένθιμα για την κάτασπρη Πρόκριδα σε πολυστέναχτα ρέμματα «γεμίζοντας από βουή τον απέραντον Ωκεανό».

Το νερό αυτό διαβαίνει, 195 Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε. Οχ κι εσύ όλο να γκρινιάζης, Όλο θέλεις να μας σκιάζης· 200 Έχε υγιά, της λεν, θα πάμε· Άλλα λόγια δε γρηκάμε. Το ποτάμι τους αφίνουν, Δίχως άλλο να προσμείνουν Κι' όσο εδύνονταν τρεχάτα Προς τους κάμπους κόφτουν στράτα. 205 Τα μωρά! δε συλλογιούνται. Τα νερά αρχινάν τραβιούνται.

Όσες βολές η σκύλλα Ξενητιά με κερνάει τα πικρά της κρατηροπότηρα, αχ! δεν ηξέρω πώς μώρχεται τότε και λησμονώντας κι' απαριάζοντας όλον τον περίγυρά μου κόσμο, χύνονται σαν λυσσαγμένος μέσα μου, και με τα σιδερένια νύχια του λογισμού, σαν κακούργος σκάφτω την έρμη μου καρδιά κι' από των χρόνων τα λιθοσώρια ξεθάφτω τες παλιές μου Ενθύμησες. — Η πρώτες συγκίνησες, που κέντισαν την παιδική μας ψυχή, αφίνουν μέσα μας Ενθύμησες άσβεστες· κ' είνε το νήμα το μυστικό, οπού μας δένει και μας κολλάει με τους τόπους που πέρασε η νιότη μας.

Βλέπεις ότι η γυναίκες είχανε το νου ακόμη νάχουν και γι' αυτό μια γνώμη, και προτήτερα σκεφθήκαν, να μη μείνη, όπως είπα, δίχως βούλωμα μια τρύπα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Έ, και των ανδρών η τρύπα τότε πειά τι θ' απογίνη, που θα τρέχουνε κ' εκείνοι με τους ώμορφους να μείνουν, και τους άσχημους ν' αφίνουν;

Να, θα τους σπρώξω έτσι δα με δύναμι μεγάλη, αλλά στη μέση, έννοια σου, κάνεις δεν θα με βάλη. Α’ ΓΥΝΗ Και τέλος αν σε πιάσουνε, τους λέμε και σ' αφίνουν. Η’ ΓΥΝΗ Αυτά που θυμηθήκατε μπορούν λαμπρά να γίνουν' μ' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Και πώς θα θυμηθούμε τα χέρια να σηκώσουμε εκεί που θα βρεθούμε, αφού εσυνηθίσαμε τα σκέλια να σηκώνουμε;