United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέπεις ότι η γυναίκες είχανε το νου ακόμη νάχουν και γι' αυτό μια γνώμη, και προτήτερα σκεφθήκαν, να μη μείνη, όπως είπα, δίχως βούλωμα μια τρύπα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Έ, και των ανδρών η τρύπα τότε πειά τι θ' απογίνη, που θα τρέχουνε κ' εκείνοι με τους ώμορφους να μείνουν, και τους άσχημους ν' αφίνουν;

Συνήθισα τα βόιδια μου ν' ακολουθούνε το σκοπό του σουραυλιού και να τρέχουνε στο λάλημά του κι αν βοσκούνε κάπου μακριά. Να, πάρε το σουραύλι ετούτο, παίξε το σκοπό εκείνο, που κάποτε είχα μάθει του Δάφνη κι ο Δάφνης εσένα· και για τα κατοπινά θα φροντίσουν το σουραύλι και τα βόιδια εκεί πέρα.

Κ' έχει τόση δύναμη, όση μήτε ο Δίας· ορίζει τα στοιχεία, ορίζει και τάστρα, ορίζει κι αυτούς τους θεούς· μήτ' εσείς δεν ορίζετε τόσο τα γίδια και τα πρόβατα· τ' άνθη όλα του έρωτα έργα είναι· τα δέντρα τούτα αυτουνού δημιουργήματα· απ' αυτόν τρέχουνε και τα ποτάμια και φυσούν οι άνεμοι.

Τι; Το βαρέθηκες το γλωσσικό το ζήτημα; Σου το τάζω πως δε θαρχίσω λογομαχίες μαζί του. Δυο λόγια μονάχα. Δεν ταιριάζει να μην του πούμε δυο λόγια. Αν το πάρη απάνω του, που τονε βάζουμε ύστερ' από το Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, δε θάχη άδικο και σ' αυτό. Κοίταξε τα όλ' αυτά τα παλικάρια που κοπαδιαστά τρέχουνε και μαζεύουνται μέσα στο μεγαλονόματο το Σκολειό του. Όλα μαζί του είναι.

Τότες τον έβρισε άσκημα του Οϊλέα ο Αίας «Τι πάντα πρώτος, Δομενιά, πετιέσαι; Εκείνα ακόμα στον κάμπο πέρα, τρέχουνε, τ' αψηλοπίλαλα άτια. 475 Δεν είσαι νιος και τόσο δα, που τα δικά σου τάχα πιο αλάργα να ξανοίγουνε απ' ολωνών τα μάτια.

Τι του μεγάλου 'ναι Διός κι' οι Περικάλιες κόρες, κουτσές, με μάτια αλλίθωρα, με μούτρα ζαρωμένα, που κούτσα κούτσα τρέχουνε της Φρένιας καταπόδι· κι' αφτή είναι στέρια ακούραστη, για αφτό πολύ ξετρέχει 505 όλες τους, και παντού της γης προκάνει πριν και βλάφτει κάθε θνητό, κι' οι άλλες τους κατόπι τους γιατρέβουν.

Ξέρεις τις άκρες τεχνικά να στρίβεις· μα έλα τ' άτια π' οκνά σού τρέχουνε, κι' αφτού θαρρώ ίσως πέσεις όξω. 310 Τώρα έλα, γιε μου, μην αργείς, μον σκέψου κάθε τρόπο 313 σκέψου καλά, μήπως τυχόν σου φύγουν τα βραβεία.

Αλλοίμονον που ανάριθμα πάμπολλα τα δεινά μου κι ο λαός πάσχει ολόκληρος ποιος τρόπος, ποια φροντίδα μου θα διώξη το κακό απ’ την πόλιν; Φυτό δεν αναδίν’ η γη με πόνους και με βάσανα γεννούνε οι δύστυχες μητέρες. Και θενά ιδής να τρέχουνε προς του Άδη τ’ ακρογιάλι, όπως πουλιά που πέτονται το ’να ξοπίσω στ’ άλλο πιο γλίγωρα κι απ’ τη φωτιά την αδάμαστην ακόμα. Αντιστροφή β΄

Το δάχτυλό του βάφειτο αίμα πάφριζετη γη, σταυρόνει το κουφάρι Και χάνεταιτη λαγκαδιά... Καπνός ο πεζοδρόμος. Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι Πενήντα Λιάπιδες, τον κυνηγούν. Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει... Η νύχτα επλάκονε, λυσσομανούν. 'Σ τη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι... Αδειάζουν τάρματα... στέκουν να ιδούν Βροχή τα βόλια τους μεςτο δισάκκι Τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.

Είπαν αφτά κι' ανέβηκαν στο σκαλισμένο αμάξι, κι' απάνου τράβηξαν, φωτιά γιομάτοι, στο Διομήδη· 240 Μον ο καμαρωμένος γιος του Καπανιά τους είδε και του Διομήδη λέει εφτύς δυο φτερωμένα λόγια «Διομήδη, του Τυδέα γιε, μυριάκριβό μου αδρέφι, άντρες διο βλέπω δυνατούς και τρέχουνε αφρισμένοι να σε βαρέσουν· σα βουνό έχουν αντριά κι' οι διο τους. 245 Ο ένας τους, σαΐτεφτής παράξος, καμαρώνει που του Λυκά 'ναι τάχα γιος· κι' ο άλλος, ο Αινείας, παινιέται πως τον έσπειρε ο ξακουστός Αχίσης, κι' έχει και μάνα λέει θεά, τη χρυσωπή Αφροδίτη.