United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μες στα παραλούρια το γάβρο δένει Πήδασοπου ο Αχιλιάς τον πήρε τότες τ' Αητιού σαν πάτησε το στεριωμένο κάστροπούτρεχε μ' άτια αθάνατα, θνητό κιας είταν θρέμμα. Πάει τότε ο Αχιλιάς παντού από καλύβα σ' άλλη 155 κι' όλους φωνάζει στ' άρματα. Κι' εκείνοι αμέσως όξω 156 166 πρόστρεξαν όλοι, κι' έστεκε στη μέση ο Αχιλέας αμαξωτούς θαρρύνοντας κι' ασπιδωμένους άντρες.

Τι απ' τους θεούς παινιέται πως ξάστερά 'ναι ανότερος, πιο δυνατός απ' όλους. Για αφτό ότι στέλνει σας, καλό κακό, σπολλάτη πάντα. Να! που και τώρα στεναγμοί τον Άρη καρτερούνε, 110 τι τον πιο λατρεφτό θνητό τού σκότωσαν στη μάχη, το γιο του τον Ασκάλαφο που τόνε λέει δικό του

Μα αν πες εδώ στη χώρα ομπρός με τ' όπλο τον προσμείνω; Τι έχει μαθές και σάρκα αφτός που την τρυπάει κοντάρι, θνητό τον λένε, μια ψυχή έχει κι' αφτός στα στήθια569 Είπε, και στέκει μαζεφτός ναν τον προσμείνει, κι' είχε 571 μέσα η καρδιά του απόφαση γερά να πολεμήσει.

Κι' όταν απέ έφτασε η στιγμή στο πλήθος να λαλήσουν, τότε ο Μενέλας γλήγορα και λίγα μίλαε λόγια, μα λίγα και καλά, επειδής πολύλογος δεν είταν και φωνακλάς μωρόγλωσσος ... ή σαν πιο νιος στα χρόνια. 215 Μα ολόρθος σαν τινάζουνταν ο γνωστικός Δυσσέας, έστεκε, χάμου βλέποντας, με μάτια στυλωμένα στη γης, και το ραβδί μπροστά για πίσω δεν κουνούσε, παρά το βάσταε ασάλεφτο σαν άπραχτος κανένας· λες είταν άθρωπος ζαβός, ξεκουτιασμένος έτσι. 220 Μα τη μεγάλη όμως φωνή σαν έχυνε απ' τα στήθια κι' οι λόγοι τούβγαιναν πυκνοί σα χιόνια το χειμώνα, θνητό δεν είχε πουθενά να φτάνει το Δυσσέα.

Μ' αφτούς τότε έσμιξα κι' εγώ σαν έφτασα οχ την Πύλο, πέρα από τόπο μακρινό, τι μ' έκραξαν μονάχοι. 270 Και πολεμούσα τότε εγώ στο μέρος τα δικό μου· όμως δε θρέφει τώρα η γης θνητό που θα μπορούσε να βγει μ' εκείνα τα θεριά. Τέτιοι ήρωες εμένα στις συβουλές μου πρόσεχαν, τα λόγια μου αγρικούσαν. Μα λέω ακούστε με κι' εσείς και δε θα μετανιώστε.

Και σαν τον είδε, τρόμαξε ο φοβερός Διομήδης. Πώς άντρας μαλακόψυχος περνάει μεγάλο κάμπο και στέκει ομπρός σε ποταμού την άκρη φουσκωμένου που τρέχει κατά το γιαλό, καθώς τον δει με κρότους π' αφρολογάει, και βιαστικός τραβιέται πίσω πάλι· τότε έτσι κώλωσε κι' αφτός και μίλησε στ' ασκέρι 600 «Βρε τι σαστίζουμε, παιδιά, τον Έχτορα σα δούμε κι' είναι άφοβος πολεμιστής και στο κοντάρι πρώτος; Μα κείνος ένα απ' τους θεούς έχει κοντά του πάντα που τον γλυτώνει από σφαγή, σαν που και τώρα ο Άρης, τηράτε! μ' άντρα μιάζοντας θνητό μαζί του τρέχει.