United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε ο φτερογλήγορος της απαντά Αχιλέας «Ας είναι... Ας φέρουν ξαγορά και το νεκρό τους δίνω, αν τέτιος είναιαφού το λες — ο ορισμός του Δία140 Σαν έτσι οι διο τους τότε εκεί στα πλοία, γιος και μάννα· λαλούσαν κι' έλεγαν πολλά λογάκια φτερωμένα.

Γιατί στη μέση τον βαράει με τ' όπλο ο Αχιλέαςδίπλα ενώ πέρναε φτερωτόςστου ζουναριού τα μέρη, εκεί που σμίγανε τα διο χρυσόμορφα θηλύκια 415 με πίσω διπλοτσάτιραζο· κι' αντίκρυ τ' όπλου η μύτη πρόβαλε, εκεί στον αφαλό. Και ξεφωνώντας πέφτει στο γόνα ο νιός, ενώ πυκνή τον σκέπαζε θολούρα, κι' έγυρε αρπώντας τ' άντερα σιμά του με τα χέρια.

Έτσι θρηνούσε, κι' έπειτα βογγούσανε οι γυναίκες. Τότε η Εκάβη δέφτερη τα μοιρολόγια στήνει «Έχτορα, εσύ των σπλάχνων μου το λατρεφτό βλαστάρι, είχες και πρώτα των θεών σα ζούσες την αγάπη, μα και στου χάρου σου έπειτα σε φρόντισαν την ώρα. 750 Τι τ' άλλα μου παιδιά ο γοργός σαν τάπιανε Αχιλέας, αντίκρυτον ψαρύ γιαλό περνώνταςτα πουλούσε, στη Νίμπρο ή Λήμνο ή στο νησί της πεφκωμένης Σάμος· μα εσένα σα σε σκότωσε με τ' άπονο κοντάρι, όλο τριγύρω σ' έσερνε στου βλάμη του τον τάφο 755 που τούσφαξες... μα τάχα τι, μην τον ανάστησε έτσι;.... μα κοίτεσαι όμως δροσερός κι' απείραχτος στον πύργο, σαν κάπιος που ο δοξαριστής λες ήρθε γιος του Δία και σπίτι του τον θέρισε με τις πυκνές σαΐτες

Πώς σ' όνειρο να κυνηγάς δε δύνεσαι όπιον φέβγεικι' εσύ να πιάσεις δε μπορείς κι' ούτε να φύγει εκείνος200 το ίδιο δεν κατόρθωναν κι' οι διο τους πιλαλώντας μήτε να πιάσει ο ένας τους μήτε να φύγει ο άλλος. 201 Κι' έγνεφε με την κεφαλή στ' ασκέρι ο Αχιλέας 205 κι' αμπόδαε σαϊτιές πικρές να ρήξουν, μήπως άλλος προτύτερά του δοξαστεί τον Έχτορα βαρώντας.

Και θαρρώ αφτό το βλέπετ' όλοι, πως η δική μου τώρα η νια μισέβει σ' άλλα χέρια120 Μα τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, αχόρταγότερ' όλων, πώς άλλο να σου δώσουν θες πρεσβιό τα παληκάρια; Δεν ξέρω πουθενά πολύ αμοίραγό μας πράμα. Δοθήκανε όσα πήραμε πατώντας τόσες χώρες, 125 κι' είναι ντροπής απ' το λαό ξανά να μαζωχτούνε.

Ωστόσο ο Αχιλέας καρδιά 'χει, μα δε χλίβεται, δε μας πονάει κομάτι. 665 Για στέκει πια ως να καίγουνται κοντά στ' ακροθαλάσσι τα πλοία από φωτιά άσβυστη, ενώ παραλυμένους κι' εμάς μας σφάζουν σαν τραγιά; Τι εγώτί θες; — δεν έχω πια μες στο γέρικο κορμί το νέβρο πούχα πρώτα.

Και πρώτος τρώει το Βιφιτιό, λεβέντη γιο του Οτρύντα, τρανά αρχηγό, που μια ξωθιά τον γέννησε στο πλούσιο χωριό της Ύδας, στα ριζά του χιονισμένου Τμώλου· 385 αφτόν, εκεί ίσα πούτρεχε, στης κεφαλής τη μέση τον κρούει με τ' όπλο, π' άνοιξε σε διο κομάτια η κάρα. Κι' έσκασε χάμου, κι' ο λαμπρός παινέφτηκε Αχιλέας «Ψόφα του Οτρύντα γιε, κορμί πιο φαντασμένο απ' όλους!

Κι' ο Αχιλέας πλάγιασε στης στερεής καλύβας το βάθος, κι' η ροδόθωρη Διομήδα στο πλεβρό του, του Φόρβα η κόρη, πούφερε οχ το νησί της Λέσβος. 665 Στην άλλη κόχη πλάγιασε κι' ο Πάτροκλος, και δίπλα είχε κι' αφτός την Ίφισσα τη μυριοστολισμένη, που του Πηλέα ο άξιος γιος του χάρισε σαν πήρε την πολιτεία του Ενιά, τη βραχωμένη Σκύρο.

Και βγάζανε οχ τον πόλεμο το γέρο τα γοργά του τα ζα δρωμένα, και μαζί το στρατηγό Μαχάο. Εκεί τον είδε κι' ένιωσε το γέρο ο Αχιλέας, τι έστεκε ομπρός στ' απλόκοιλου τρεχαντηριού την άκρη 600 θωρώντας τη βαριά δουλιά και τ' άχαρο κυνήγι· και κράζει εφτύς τον Πάτροκλο να βγει ναν του μιλήσει. Κι' εκείνας μόλις άκουσε απ' την καλύβα μέσα, βγήκε σαν Άρης... μα κακού αρχή είταν ναν του γίνει.

Και τότε ο φτερουγόποδος τ' απάντησε Αχιλέας «Άφοβα πες και θαρρετά τι προφητιά κατέχεις. 85 Τι να! μα το μυριάκριβο του Δία γιο, που, Κάρχα, περικαλιέσαι εσύ και λες της μοίρας τα γραμμένα, άντρας κανείς, εγώ όσο ζω κι' έχω ανοιχτά τα μάτια, στο τάζω, χέρι φονικό δε σου σηκώνει εσένα εδώ στον κάμπο, ουδέ κι' αφτόν αν πεις τον Αγαμέμνο 90 που απ' όλους πρώτος βασιλιάς παινιέται εδώ πως είναι