Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Τότες, σαν έβγαινε ο γοργός στον πόλεμο Αχιλέας, ποτές τους δεν ξεμύτιζαν όξω απ' το κάστρο οι Τρώες, τι τ' Αχιλέα τότρεμαν τ' αβάσταχτο κοντάρι· 790 τώρα απ' τη χώρα πολεμάν αλάργα, εδώ στα πλοίαΈτσι είπε, και τους άναψε τη λύσσα και το πάθος.

Τότες σα μπήκαν στη γραμή, ορίζει τα σημάδια ο Αχιλέας πέρα κει στου κάμπου την ισάδα, και λέει του γέρο-Φοίνικα να πάει και ναν τους γίνει 360 σκοπός, και το σωστό να πει τηρώντας πώς θα τρέξουν.

Έτσι πολλά του φώναζαν του λατρεμένου γιου τους 90 και τόνε ξόρκιζαν κι οι διο με πόνο και λαχτάρα· μα γνώμη αφτός δεν άλλαζε, μον το γοργό Αχιλέα καρτέραε πάντα πούφτανε θεόρατος, σα γίγας. 92 Και την ασπίδα γέρνοντας σε προβγαλμένο πύργο 97 είπε με βογγητά βαθύ μες στην τρανή καρδιά του Ωχού μου! αν σύρω και χωθώ μέσα στο κάστρο τώρα, άτιμος είμαι θα μου πει ο Πολυδάμας πρώτος, 100 πούθελε πίσω το στρατό να φέρω μες στο κάστρο την έρμα εκείνη τη νυχτιά σα βγήκε ο Αχιλέας.

Τότες βαθιά στενάζοντας τής είπε ο Αχιλέας «Ναί, μάννα, αφτό ναι μούκανε τον πόθο ο γιος του Κρόνου, μα :πια η χαρά μου αφού 'χασα το βλάμη της καρδιάς μου, 80 τον Πάτροκλο μου πούχα εγώ κάλια από κάθε αδέρφι, σα φως μου· αφτός πάει χάθηκε, κι' ο Έχτορας τα όπλα τού πήρεαφού τον σκότωσεπανώρια γιγαντένια, θάμα μονάχα αν τάβλεπες, που ζηλεμένα δώρα τάδωσαν του Πηλιά οι θεοί τη μέρα που σ' αθρώπου 85 τάδωσαν του Πηλιά οι θεοί τη μέρα που σ' αθρώπου αφτού με τις αθάνατες της θάλασσας νεράιδες και τέρι νάπαιρνε ο Πηλιάς απ' τις θνητές γυναίκες.

Πάλε χοιμάει στον ποταμό αχόρταγος να σφάξει, κι' ομπρός να! το Λυκά θωράει, του γέρου γιο Πριάμου, ενώ οχ το ρέμα ξέκοφτε, τον ίδιο πούχε πιάσει 35 κι' άλλη βολά πριν άξαφνα στο γονικό του χτήμα, που νιόκλαρα βελανιδιάς με το μπαλτά μια νύχτα πήγε να κόψει κι' άμαξας ροδόγυρους να φτιάσει, μα εκεί αναπάντεχο κακό του βγήκε, ο Αχιλέας.

Και πρώτα εγώ, τι ποθητά δε μου ξεχνούσε δώρα· αι λειτουργιές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου, σταλιές και τσίκνα· αφτό πρεσβιό κι' εμάς μας έχει λάχει, 70 Μα :πιος θα πάει εδώ θεός τη Θέτη να μας κράξει, 74 κι' εγώ σωστό 'ναι θαν της πω να λάβει ο Αχιλέας 75 την ξαγορά απ' τον Πρίαμο και το νεκρό ν' αφίσει

Μα τότε ο Αίας άνοιξε το στόμα να μιλήσει «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, πάμε! τι ουσία τίποτα, το βλέπω, εδώ δε βγαίνει. 625 Και χριά το λόγο πέρα εφτύς να πάμε, ας είναι ότι είναι, τι ανήσυχοι θ' ακαρτερούν. Ως τόσο ο Αχιλέας στα στήθια ανήμερη έκανε την αντρική καρδιά του, ο έρμος! και ξεχάνει πια των φίλων την αγάπη, 630 που εμείς στα πλοία τούχαμε απ' όλους χώρια πάντα.

Είπε, και πήγε τότε αφτός στ' αθρώπινα κοπάδια, κι' ο Ποσειδός πια πρόθυμα θαρρέβει να βοηθήσει. Εφτύς πηδάει μια ως στη γραμμή των μπροστινών και σκούζει «Αργίτες, τι, στον Έχτορα θ' αφίσουμε έτσι λέτε τη νίκη; Τι, θα δοξαστεί καράβια μας πατώντας; 365 Έτσι παινιέται τώρα αφτός και λέει, τι ο Άχιλέας πέρα στα πλοία μένει αργός που πείσμωσε η καρδιά του.

Πάω τώρα, πρέπει τ' αρχηγού να δώκω τα μαντάτα. Εσύ τον ξέρεις, γέρο μου, καλά, σαν τι είναι εκείνος· δε χωρατέβει, εκεί άξαφνα του φταις χωρίς να φταίξειςΤότες του κάνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 655 «Τι τάχα κλαίει τους Αχαιούς ο Αχιλέας έτσι και δα ρωτάει πιοι πάθανε; που καν δε βάζει ο νους του σαν τι δεινά μας πλάκωσαν!

Και στη σειρά σα στάθηκαν, την άκρη ο Αχιλέας ορίζει, κι' οχ τη μάννα αφτοί χοιμούνε.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν