United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και πρόθυμα άκουσε ο καστανός Μενέλας, και ξεκινάει να πάει, καθώς λιοντάρι αφίνει στάνη σαν κουραστεί ερεθίζοντας σκυλιά και παλικάρια, 659 που όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι φρουρούν αρματωμένοι, 660 και το λιοντάρι θέλοντας να φάει βοϊδήσο πάχος χοιμάει, μα δίχως όφελος, τι από βαριές χερούκλες όπλα πολλά του πέφτουνε και κούτσουρα αναμένα στα μάτια ομπρός, που μ' όλη του την προθυμιά το σκιάζουν, και πια αλαργέβει την αβγή με σπλάχνα πικραμένα· έτσι έφεβγε απ' τον Πάτροκλο κι' ο θαρρετός Μενέλας 665 πολλά άθελα, γιατί έτρεμε μην τον αφίσουν όλοι σκυλιών ξεσκλίδι, αν πανικός ακράτητος τους πιάσει.

Χοιμάει και του Πηλέα ο γιος, κι' άγριο θυμό η ψυχή του γιόμισε, και στα στήθια ομπρός κρατούσε την ασπίδα, πλούμια γερή, κι' ανέμιζε ψηλά η ουρά στο κράνος π' αχτιδοβόλαε, κι' έπαιζαν χρυσά τα κρόσσα γύρω 315 που πλήθος κύκλω στην ουρά τάχε ο θεός κολλήσει.

Μα λίγο κι' οι Αργίτες είταν μακριά να σέρνουνται, τι πίσω εφτύς τους πήγε ο Αίας, πρώτος σ' ομορφιά και πρώτος σε κοντάρι μέσα στο στράτεμα όλο εξόν τον άφταστο Αχιλέα. 280 Τι σαν κάπρι λες χύθηκε τους μπροστινούς περνώντας λογγόθρεφτο, που στα βουνά γυρνάει μέσα από δάσος και σκύλους άκοπα σκορπάει και νιους παλικαράδες· έτσι ο λεβέντης Αίας, γιος τ' αρχόντου Τελαμώνα, χοιμάει και τους σωρούς σκορπάει σε μια στιγμή των Τρώων, 285 πούστεκαν στο νεκρό κοντά κι' όλοι είχαν έναν πόθο, να δοξαστούν τραβώντας τον ως στο δικό τους κάστρο.

Κι' ο κάμπος ξέχειλος στρατό χαλκολαμποκοπούσε 156 απ' άντρες κι' άλογα, κι' η γης κροκρότιζε απ' τα πόδια. Εκεί χοιμάει μες στων οχτρών τη μέση ο Αχιλέας 381 μ' αψές φωνές και με καρδιά αρματωμένη θάρρος.

Τι ο Αίας μέσα απ' το σωρό χοιμάει και τον σουγλίζει από κοντά, τρυπώντας του το χαλκοστέριο κράνος, 294 κι' οχ την πληγή όξω πήδησαν κοντά στο σουληνάρι 297 ανάκατα αίμα και μιαλός.

Είπε, και χάμου τίναξε τον Πείσαντρο οχ τ' αμάξι ανάσκελα, με μια ακοντιά τρυπώντας του τα στήθια. Να φύγει ο άλλος πήδησε· όμως κι' αφτόνε χάμου 145 τον σφάζει εκεί, θερίζοντας τα χέρια το κεφάλι, που τόστειλε να κυλιστεί σα σφαίρα μες στο πλήθος. Κι' άφισε αφτούς, και πιο πυκνοί όπου χτυπιούνταν λόχοι χοιμάει, κι' αντάμα του οι λοιποί χαλκοπλισμένοι Αργίτες.

Βλαμένος τότε ο Πάτροκλος απ' του θεού το χτύπο 816 κι' απ' την πληγή του, γύριζεγια να σωθεί οχ το χάροκατά των φίλων τους σωρούς· μα ο Έχτορας τον είδε πως κώλωνε, από κοφτερό κοντάρι τρυπημένος, κι' όξω πετιέται απ' τις σειρές των Τρώων, και κοντά του 820 χοιμάει και χώνει χαλκό στου ψυχικού τη ρίζα και πέρα ως πέρα τον τρυπάει.

Κι' ο Έχτορας τον αδερφό σαν είδε που κρατώντας στα χέρια τ' άντερα έγερνε να πέσει, εφτύς σα ζάλη 420 τα μάτια του συγνέφιασε, και πια απ' τη μάχη αλάργα δεν τον βαστάς ν' αργογυρνάει, μον το βαρύ κοντάρι σιώντας στον Αχιλέα ομπρός, χοιμάει θαρρείς σα φλόγα.

Όσο θωρείς ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, πόδιζε ως τότες, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· 205 μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα και μπει στ' αμάξι, τότες πια θα σου χαρίσει νίκη να σφάζεις κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάς καράβια, όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος

Κι' εκεί που ο κονταρόδοξος γιος του Πηλιά στη μέση 233 πήδησε κάτου οχ τον γκρεμό, τότ' ίσα το ποτάμι χοιμάει κυματοφούσκωτο ξυπνώντας κάθε ρέμα, 235 κι' έβραζε σκούνταε τους νεκρούς, που πλήθος στα νερά του πλέχανε μέσα, από το γιο σφαγμένοι του Πηλέα.