United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλα απ' τα φύλλα κατά γης σκορπάει τ' αγέρι, κι' άλλα προβάλλουν με την άνοιξη στα φουντωμένα δάση· έτσι κι' οι άντρες άλλοι παν και ξαναβγαίνουν άλλοι.

'Στήν ποταμιά της Σαλαμπριάς τρεις νιοι τρεις αντρειωμένοι, Ο Γιάννης ο Πλανόγιαννος, ο Πάνος Πλατανιώτης, Και το μικρό Αρχοντόπουλο αντάμα τρων και πίνουν, Αντάμα έχουν και τάλογα σε μια ταγί δεμένα, Σε μια ταγί σ' ένα δεντρί, σ' ένα παλιό πλατάνι, Του Γιάννου το σιδερικό σκάφτει μανό το χώμα Με τα χονδρά του πέταλα κι' ολόγυρα λιθάρια Και σβόλους χώματα σκορπάει, του Πλατανιώτη ο μαύρος Στο στόμα με τη γλώσσα του το χαλινό του δέρνει Κι' αφρούς χύνουν τα ορθούνια του κι' όλο βαριά φρυμάζει, Το δούριο τ' Αρχοντόπουλου το δέντρο αναταράζει Κι' αυτιάζεται παράξενα και χλιμιντράει με ζόρι.

Τι ακόμα λίγοι τρέχανε, σα βόδια μες στον κάμπο που πάει λιοντάρι στην καρδιά και τα σκορπάει της νύχτας, όλα, μα η ώρα του η στερνή μονάχα ενός σημαίνει, που με τα δόντια του τ' αρπάει και το λαιμό του σπάζει 175 πρώτα, κι' απέ όλα χάφτει του τα σπλάχνα κι' αίματά του· έτσι τους Τρώες πάντα ο γιος τ' Ατριά τους κυνηγούσε και τον πιο πίσω σκότωνε.

Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.

Και το συμπέρασμα, πάντα ελπίδα, πάντα παρηγοριά, πάντα πιο καλότυχα υστερνά. Καθώς θυμούμαστε, ήρθε τέλος η βασιλική η συχώρεση. Φτάνουν οι ταχυδρόμοι στην Αντιόχεια με τα νέα, και ανεβαίνει ο Χρυσόστομος στον άμπωνα και με λόγια ολόχαρα σκορπάει του λαού τη θλίψη. Όρια δεν είχε η χαρά τους και τελειωμό δεν είχαν τα πανηγύρια τους.

Περνάει όμως ο άνεμος της δυστυχίας και ο κόσμος σκορπάει, όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.

Τι στέκουν χάμου στου Διός τον πύργο διο πιθάρια, με δώρα τέτια που σκορπάει, κακά — ή καλά μες στ' άλλοκι' ο Δίας σ' όπιους κι' απ' τα διο ανάκατα χαρίσει. πότες θα σμίξουν με χαρές και πότες με λαχτάρες· 530 μα άσκημα αν δώκει, πρόσωπο θεού ποτές δε βλέπεις, και μυίγα σε κεντάει κακή απ' άκρες γης ως άκρες κι' ατίμητος από θεούς λυσσογυρνάς κι' αθρώπους.

Μα λίγο κι' οι Αργίτες είταν μακριά να σέρνουνται, τι πίσω εφτύς τους πήγε ο Αίας, πρώτος σ' ομορφιά και πρώτος σε κοντάρι μέσα στο στράτεμα όλο εξόν τον άφταστο Αχιλέα. 280 Τι σαν κάπρι λες χύθηκε τους μπροστινούς περνώντας λογγόθρεφτο, που στα βουνά γυρνάει μέσα από δάσος και σκύλους άκοπα σκορπάει και νιους παλικαράδες· έτσι ο λεβέντης Αίας, γιος τ' αρχόντου Τελαμώνα, χοιμάει και τους σωρούς σκορπάει σε μια στιγμή των Τρώων, 285 πούστεκαν στο νεκρό κοντά κι' όλοι είχαν έναν πόθο, να δοξαστούν τραβώντας τον ως στο δικό τους κάστρο.

Σκορπάει τα διαμάντια του απάνω στη γις, πιστέβεις ή δεν πιστέβεις, κ' έτσι καμιά μέρα, και στραβός να είσαι, θα καταλάβης πως εκεί μπροστά σου κάτι λάμπει, κ' ίσως ανοίξουν τα μάτια σου μοναχά τους, για να διής και το φως. Κρίμας, αλήθεια, να μην είμαι Παναγιά. Σας το λέω, παιδιά μου, θα τάπαιρνα όλα ένα ένα και θα τα γιάτρεβα όλα.