United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α, αν τα κατάφερνε! Θα εκδικούνταν έτσι την Γκριζέντα, που ήθελε τον ξένο όλον για τον εαυτό της. Η Γκριζέντα με τη σειρά της φαινόταν αναστατωμένη από την άφιξη του ντον Πρέντου. «Αυτός, θα δείτε», είπε χαμηλόφωνα στον Τζατσίντο την ώρα που διέσχιζαν την αυλή, «αυτός, ο θείος σας, είναι από τους ανθρώπους που γλεντάνε και ξοδεύουν στα πανηγύρια. Δε μελαγχολεί όπως εσείς!

Και τότε, μάρτυς μου Θεός, σίγουρα θα πας στα πανηγύρια, αλλά με τους ζητιάνους!» Ο Έφις ανατρίχιασε∙ αυτό ακριβώς ήταν το όνειρό του για εξιλασμό. Σηκώθηκε και είπε: «Θα κάνω τα πάντα. Με την προϋπόθεση όμως ….» «Με την προϋπόθεσητον ρώτησε ο άλλος πιάνοντάς τον από το μανίκι. «Κάθισε λοιπόν, διάολε, και πιες. Με την προϋπόθεση;» Ο Έφις αφέθηκε πάλι να πέσει στην καρέκλα.

Λοιπόν άραγε οι μεν νέοι από ημάς δεν είναι πρόθυμοι να χορεύουν οι ίδιοι, ημείς δε οι γεροντότεροι πάλιν δεν νομίζομεν ότι περνούμεν καλά, όταν είμεθα θεαταί εκείνων, ευχαριστούμενοι διά τα παιγνίδια και πανηγύρια εκείνων, διότι τόρα πλέον μας αφήνει η ιδική μας ελαφρότης, την οποίαν ποθούντες και επιδοκιμάζοντες διορίζομεν αγώνας εις τους δυναμένους να μας επαναφέρουν όσον το δυνατόν τελειότερον εις την νεότητα με την μνήμην;

Πολλές φορές έμπαιναν και στο χωριό, ανακατώνονταν στα σπίτια, σε χαρά και σε λύπη, σε γάμους και τραπέζια, σε πανηγύρια, ακόμα και στα μαλώματα. Όλοι την ήξεραν την Ελπίδα κι όλοι την καλοδέχονταν. Μικροί μεγάλοι την αγαπούσαν· φτωχοί και πλούσιοι την είχαν πάσα ημέρα στα χείλη τους. Μια τέτοια ζωή άλλαξε σημαντικά το Δημητράκη. Η κόρη με τ' απλά λόγια της, ξύπνησε μέσα του κάποια νέα σκέψη.

Πηγαίνωμεν εις εορταίς και πανηγύρια! Καϋμένε τρελλέ, εστέγνωσε το βούκινό σου και δεν αξίζει πλέον. ΛΗΡ Ας την κόψουν λοιπόν την Ρεγάνην, να ιδούν από τι είναι καμωμένη η καρδιά της. Εσένα σε κρατώ, να είσαι ένας από τους εκατόν μου. Τα φορέματά σου μόνον δεν μου αρέσουν. Θα μου ειπής ότι είναι περσικά. Καλλίτερα όμως να τ' αλλάξης. ΚΕΝΤ Καλέ αυθέντα, πλάγιασε. Ολίγον αναπαύσου. ΛΗΡ Σιώπα.

Τα πανηγύρια έμοιαζαν μεταξύ τους: τα σημαντικότερα γίνονταν τη άνοιξη και το φθινόπωρο γύρω από ξωκλήσια, επάνω στα βουνά, στα οροπέδια, στο χείλος κοιλάδων. Τότε, τα μέρη που ήταν έρημα όλο το χρόνο, τα ακαλλιέργητα χωράφια και τα ρουμάνια, σαν να άνθιζαν πάλι, σαν να συνέβαινε ένα ξέσπασμα ζωής και χαράς.

Έρχεται εκεί, τηράει τα δοξασμένα μνημεία, τους θεόλαμπρους ναούς και ταγάλματα, ακούγει τους σοφοπόνηρους εκείνους ρητόρους που και ξυπνότερούς του ξελαγιάζανε με τα μελένια τους λόγια, πηγαίνει στης Ελεψίνας τα μυστήρια, πηγαίνει στα πανηγύρια και στους αγώνες, και σαν είδος μονομανία τον πιάνει η βαθιόρριζη εκείνη ιδέα που τόσους χρόνους την κρυφοχάδευε στην καρδιά του.

Και οι ώρες και οι μέρες περνούσαν και ο Έφις μέσα στις παραισθήσεις του ονειρευόταν ότι περπατούσε, περπατούσε με τους τυφλούς μέσα από τις κοιλάδες και τα βοσκοτόπια του οροπεδίου, και ονειρευόταν τα πανηγύρια, τα χρήματα που έπεφταν μπροστά του, τις φιλάνθρωπες γυναίκες, τα όμορφα παλικάρια επάνω στα ατίθασα άλογα που έτρεχαν στην πλαγιά του Βουνού και που από μακριά του έριχναν νομίσματα και προσβολές.

Πάρ' τηνε και θα ιδής. Η κυρία Μαχαλά δεν πείστηκε τόσο στα λόγια της γριάς όσο στην ανάγκη. Ήταν μικρομάννα, κρατούσε και σπίτι ανοιχτό. Δεν είν' εύκολο να κάνη όσα λέει κανείς απάνου στο θυμό του. Την κράτησε χωρίς όμως και να ησυχάση. Τι άνεμο! Ένα δουλικό που κάνει τέτοιες συμφωνίες, θα ειπή πως είνε για τα πανηγύρια. Ποιος ξέρει τι ξαδερφολόι και κακό θα μπαινοβγαίνη στο σπίτι της!

Βγήκανε και σεργιάνισαν στα δάση που κελαηδούν τα ωραιότερα πουλιά του κόσμου... Οι δάσκαλοι ακολουθούσαν από κοντά κ' εξηγούσαν τα μυστήρια της φύσεως. Μα το βασιλόπουλο τα κύτταζε όλα με αδιαφορία, άκουε τα λόγια των δασκάλων ξένοιαστα κ' έπειτα μισοάνοιγε τα χλωμά του χείλια και χαμογελούσε. Πήγαν έπειτα στις μεγάλες πολιτείες. Πήγαν στα πανηγύρια, στα θέατρα, στους χορούς.