United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι κυράδες του ήταν στην εκκλησία και πήγε να τις βρει, αλλά βρέθηκε χωρίς να το θέλει ανάμεσα στον ντον Πρέντου, τον Μιλέζο και τον Τζατσίντο, μπροστά σε κάποιον που πουλούσε κρασί και ξαφνικά είδε τρία κίτρινα ποτήρια μπροστά στο πρόσωπό του. «Πιες, βλάκα!» «Για μένα είναι νωρίς.» «Ποτέ δεν είναι νωρίς για έναν άντρα γερό. Ή μήπως είσαι άρρωστος

Πότε πότε κάποιος έσκυβε για να πάρει από το έδαφος ένα ποτήρι κρασί. «Πιες, διάολε!» «Γεια μας!» «Να ζήσουμε εκατό χρόνια και να’ μαστε καλά για να το θυμόμαστε αυτό το πανηγύρι.» «Πιες, που να σε πάρει ο διάολος!» Ο ποιητής Σεραφίνο Μασάλα από το Μπουλτέι, με ελληνικό προφίλ και ντυμένος σαν ομηρικός ήρωας, τραγουδούσε: Ο Τούρκος δε θέλει να παραδοθεί Για πόλεμο η καρδιά του φτερουγίζει.

Και η Νοέμι, σκυμμένη με μια γαβάθα που αχνίζει στο χέρι, ενώ του σκουπίζει τον ιδρώτα από το πρόσωπο, προσπαθεί να μιμηθεί το χοντρό αρραβωνιαστικό της. «Έλα πιες.

Έπιναν, καθισμένοι στο ήσυχο δωμάτιο του ισογείου, με τα πόδια σταυρωμένα και τον αγκώνα στην άκρη του τραπεζιού. Και οι δυο, ο χοντρός και ο λεπτός, έμοιαζαν ικανοποιημένοι από τη ζωή. «Πιες, πιες!», είπαν και οι δυο προσφέροντας στον Τζατσίντο το κρασί τους, αλλά εκείνος αποποιήθηκε και τα δυο ποτήρια. «Άρρωστος είσαι; Γιατί δεν πίνεις;» «Άρρωστος είμαι, ναι»

Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψη ο αστακός μέσα σου. Ο παπάς είχε μαγειρέψη μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ' όλο το νησί, κανένας δεν τώφκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε». — Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.

Οι συγγένισσές της την καλούσαν από τις καλύβες: «Γκριζέντα, έλα! Τι θα πει η γιαγιά σου όταν σε δει τόσο αδύνατη; Ότι δεν σε ταΐσαμε;» «Ε, δεν της φτάνουν μόνο οι μπουκιές», είπε η Καλίνα στον Έφις κλείνοντάς του το μάτι. «Έλα, Έφις, πιες ένα ποτήρι κρασί. Ξέρεις ποιος μου το χάρησε; Το μικρό σου αφεντικό.